Στις εταιρείες που είχαν το παράνομο λογισμικό Predator –και όχι στην ΕΥΠ ή σε όσους καταγγέλθηκαν για τις υποκλοπές– αποδίδει μόνο ποινικές ευθύνες για εκτεταμένο δίκτυο τηλεφωνικών παρακολουθήσεων διαφόρων προσώπων, στο πολυσέλιδο πόρισμά του, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης, ο οποίος διενήργησε την έρευνα επί εννέα και πλέον μήνες.
Το εισαγγελικό πόρισμα, που ήδη πριν γνωστοποιηθεί είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και σφοδρές πολιτικές επικρίσεις, στρέφει όλη την ποινική ευθύνη για τις υποκλοπές σε τέσσερα άτομα, νόμιμους εκπροσώπους και ιδιοκτήτες των εταιρειών που ενεπλάκησαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στη δράση με το λογισμικό Predator στη χώρα μας.
Πρόκειται για τους Ιωάννη Λαβράνο, Φελίξ Μπίτζιο, Σάρα Αλεξάντρα Χάμου, Ταλ Τζόναθαν Ντίλιαν, για τους οποίους ο αντεισαγγελέας επιρρίπτει ποινικές ευθύνες για παραβάσεις της νομοθεσίας για το τηλεφωνικό απόρρητο, αλλά και για τα προσωπικά δεδομένα. Και για τους τέσσερις, κατά περίπτωση, στο πόρισμα αναφέρονται λεπτομερώς ότι προέβησαν σε πράξεις παραβίασης του τηλεφωνικού απορρήτου σε 116 περιπτώσεις πολιτικών, δημοσιογράφων και άλλων, προκειμένου να έχουν πρόσβαση στις κάθε τύπου επικοινωνίες τους – τηλεφωνικές, ηλεκτρονικές.
Κατά τον αντεισαγγελέα, σε δύο περιπτώσεις –του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη και της Αρτεμις Σίφορντ– πέτυχαν τον στόχο τους, καθώς και οι δύο άνοιξαν το κακόβουλο λογισμικό και παρακολουθήθηκαν, ενώ για τους λοιπούς 114 –μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης– το πόρισμα λέει πως υπήρξαν θύματα απόπειρας για παρακολούθηση, καθώς δεν πάτησαν τα σχετικά links.
Ωστόσο, συνήγοροι θυμάτων ισχυρίζονται ότι είναι και άλλοι που «πάτησαν» το σχετικό link και υπέστησαν παρακολούθηση, μεταξύ των οποίων και ο πρώην υπουργός, που έχει κάνει σχετική καταγγελία, Χρήστος Σπίρτζης.
Επίσης στο πόρισμα, που αριθμεί 286 σελίδες, δεν αποδίδεται καμιά ευθύνη στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών ή στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία.
Τα τέσσερα πρόσωπα προέβησαν σε πράξεις παραβίασης του τηλεφωνικού απορρήτου σε 116 περιπτώσεις και μόνο σε δύο, του Θ. Κουκάκη και της Α. Σίφορντ, πέτυχαν τον στόχο τους.
Ομως, από την πραγματογνωμοσύνη που ο ίδιος ο αντεισαγγελέας διενήργησε στην ΕΥΠ, μαζί με δύο πραγματογνώμονες, προέκυψε (υπάρχει ειδική αναφορά στο εισαγγελικό πόρισμα) ότι 28 στόχοι – θύματα παρακολουθήσεων με το Predator είχαν παρακολουθηθεί κατά διαστήματα και από την ΕΥΠ.
Κατά το πόρισμα, το ποσοστό αυτό, 24% επί του συνόλου των διαπιστωμένων θυμάτων του Predator (συνολικά 116) δεν οδηγεί σε εξαγωγή συμπεράσματος ότι υπήρχε κοινό κέντρο παρακολουθήσεων ΕΥΠ – Predator, ενώ ο αντεισαγγελέας Αχιλλέας Ζήσης προχωρεί και ένα βήμα παραπάνω. Κατεβάζει στο 1% την αναλογία εκείνων που είχαν διπλή παρακολούθηση, από ΕΥΠ και Predator, καθώς τους συγκρίνει με το σύνολο των 15.000 διατάξεων άρσης τηλεφωνικού απορρήτου που πραγματοποιήθηκαν από το 2020 έως το 2023.
Ετσι, αποσυνδέει την ΕΥΠ από τις παράνομες παρακολουθήσεις, σημειώνοντας ότι δεν υπάρχει κάποιο άλλο στοιχείο, πλην των διπλών παρακολουθήσεων, που να συνηγορεί στη θεμελίωση των καταγγελιών για κοινό κέντρο παρακολουθήσεων με απόληξη το Μέγαρο Μαξίμου. Κι ενώ το πόρισμα δεν αποδίδει ευθύνες στην ΕΥΠ, για τη λειτουργία της σε σχέση με την παρακολούθηση προσώπων, διαλαμβάνει λεπτομερώς πώς γίνεται η διαδικασία και τι προβλέπεται από τον νόμο. Επίσης, ευθύνες δεν αποδίδει και σε πρόσωπα που είχαν καταμηνυθεί για τις υποκλοπές, μεταξύ των οποίων ο τότε διοικητής της ΕΥΠ Παναγιώτης Κοντολέων και ο τότε γενικός διευθυντής του γραφείου του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης, αλλά και η τότε εισαγγελέας αρμόδια για θέματα ΕΥΠ Βασιλική Βλάχου, που είχε προσυπογράψει και ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας για χιλιάδες παρακολουθήσεις.
Ειδικότερα, για τον τότε διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντα, το πόρισμα αναφέρει ότι δεν είχε γνώση παράνομων παρακολουθήσεων, το ίδιο και για τον Γρηγόρη Δημητριάδη, για τον οποίο σημειώνει ότι ουδέποτε είχε σχετική ενημέρωση ούτε οποιαδήποτε γνώση. Συγκεκριμένα, για τον Γρηγόρη Δημητριάδη, που είχε καταγγελθεί για τις παρακολουθήσεις, το πόρισμα μεταξύ άλλων λέει ότι «ουδέποτε τον ενημέρωσε ο διοικητής ή κάποιος άλλος για επισυνδέσεις κάποιου προσώπου, αλλά και γενικότερα δεν είχε ενημέρωση για την έκδοση εισαγγελικών διατάξεων νόμιμης επισύνδεσης, για ποια πρόσωπα αφορούν οι διατάξεις, χρονικά διαστήματα αυτών, τους λόγους έκδοσης αυτών και γενικότερα για όλη τη διαδικασία που προηγείται της έκδοσης εισαγγελικής διάταξης». Σε ό,τι αφορά την εισαγγελέα Βασιλική Βλάχου, τονίζεται ότι ελέγχθηκε πειθαρχικά από τον Αρειο Πάγο και δεν της αποδόθηκε καμιά ποινική ευθύνη.
Σχετικά με την ποινική ευθύνη που αποδίδει το πόρισμα στους τέσσερις για τις παρακολουθήσεις ή τις απόπειρες, μεταξύ άλλων σημειώνονται και τα εξής: «Με την πράξη τους οι κατηγορούμενοι απέκτησαν χωρίς τη ρητή συναίνεση των νόμιμων δικαιούχων, πρόσβαση σε μέρος ή στο σύνολο συστήματος πληροφοριών ή σε ηλεκτρονικά δεδομένα των παθόντων Αρτεμις Σίφορντ και Αθανασίου Κουκάκη, ενώ στις λοιπές 114 περιπτώσεις επιχείρησαν να αποκτήσουν πρόσβαση σε μέρος ή στο σύνολο συστήματος πληροφοριών ή σε ηλεκτρονικά δεδομένα των παθόντων, το έγκλημά τους όμως στην τελευταία περίπτωση δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή τους, ενόψει του ότι οι υπόλοιποι –πλην των ανωτέρω δύο– αποδέκτες δεν άνοιξαν τα links που έλαβαν».
Σε κάθε περίπτωση, το πόρισμα θα μελετηθεί από τους παθόντες, τα πολιτικά κόμματα και κάθε ενδιαφερόμενο, προκειμένου να υπάρξουν κινήσεις –ορισμένες ήδη έχουν προαναγγελθεί–, όπως προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ή άλλες πολιτικές κινήσεις σε κοινοβουλευτικό επίπεδο που θα κλιμακωθούν όταν ανοίξει η Βουλή. Πάντως, συνήγοροι των θυμάτων των παρακολουθήσεων επισημαίνουν ήδη ότι δεν υπάρχει θεμελίωση στο πόρισμα για ποιον λόγο έγιναν από ιδιώτες, ποιοι ήταν οι ηθικοί αυτουργοί και γιατί, παρά το γεγονός ότι στο πόρισμα αναγνωρίζεται η παράνομη δράση των εν λόγω τεσσάρων ατόμων, δεν τους αποδίδονται ευθύνες παρά μόνον για πλημμελήματα και όχι –για παράδειγμα– για κακουργήματα, εγκληματική οργάνωση. Επίσης, συνήγοροι θυμάτων σημειώνουν ότι για την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων, η κατηγορία θα μπορούσε να είναι κακούργημα και όχι πλημμέλημα, ενώ δηλώνουν ότι θα προβούν σε νομικές ενέργειες προκειμένου να αποκαλυφθεί η αλήθεια.