Απάντηση στις επικρίσεις που δημόσια διατυπώθηκαν για την ενέργεια του Αρείου Πάγου να παραγγείλει πειθαρχική έρευνα για τη μη προσωρινή κράτηση του δικηγόρου Απόστολου Λύτρα δίνουν με κοινή ανακοίνωσή τους τόσο ο Αρειος Πάγος όσο και η Εισαγγελία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην ανακοίνωση υπεραμύνονται της νομοθεσίας που ισχύει και παρέχει αρμοδιότητα πειθαρχικού ελέγχου στο Ανώτατο Δικαστήριο και στην Εισαγγελία του για δικαστές που κρίνεται ότι οφείλουν να ελεγχθούν για δικαστικές κρίσεις ή αποφάσεις.
Πέραν της αυτονόητης αρμοδιότητας, στην κοινή ανακοίνωσή τους ο Αρειος Πάγος και η Εισαγγελία του επικρίνουν πρακτικές παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας από δικηγόρους που δηλώνουν σε τηλεοπτικά δίκτυα για σειρά υποθέσεων, ενώ απαντώντας στις αμφισβητήσεις για τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαστών τονίζουν μεταξύ άλλων:
«Περαιτέρω, για την αποκατάσταση των ισχυόντων, οφείλουμε να ενημερώσουμε τους μη γνωρίζοντες και να υπενθυμίσουμε στους επαΐοντες τα ακόλουθα: Βασικές αρχές του Κράτους Δικαίου αποτελούν η προστασία της ελευθερίας της ουσιαστικής κρίσης κάθε δικαστή και εισαγγελέα, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ανεξαρτήτως βαθμού και η συνδυαζόμενη με αυτή αρχή της προστασίας του πολίτη από την αυθαίρετη κρίση. Για την προστασία των αρχών αυτών έχει θεσπισθεί από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών η διενέργεια πειθαρχικών διαδικασιών, αποκλειστικά και μόνο από τα αρμόδια προς τούτο όργανα, με σκοπό την ενίσχυση του αισθήματος ανεξαρτησίας, που πρέπει να έχει κάθε δικαστικός και εισαγγελικός λειτουργός και την εδραίωση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτούς».
Τέλος σημειώνεται στην ανακοίνωση:
«Οσοι αμφισβητούν τη θέση αυτή, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα, επιχειρούν να καλλιεργήσουν τεχνητά τη δυσπιστία στους πολίτες για την αποτελεσματικότητα του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης στη Χώρα μας».
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
«Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή τη διενέργεια προκαταρκτικής πειθαρχικής έρευνας σε βάρος δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού, σε υπόθεση με κατηγορούμενο δικηγόρο, κατόπιν αιτήματος της Προέδρου και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, οι οποίες, με βάση τον ν. 4938/2022 ασκούν εποπτεία στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, εμφανίστηκαν στον δημόσιο διάλογο διάφοροι αυτόκλητοι παράγοντες ως ένθερμοι υποστηρικτές της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, οι οποίοι, σκόπιμα, συγχέουν την ανεξαρτησία με το ανεξέλεγκτο.
Με τις δηλώσεις τους αμφισβητούν την ανεξάρτητη λειτουργία των αρμοδίων οργάνων της πειθαρχικής διαδικασίας, που επιλήφθηκαν, επιφυλάσσοντας, όμως, για τους ίδιους το δικαίωμα αυθεντικού ελέγχου της επιβολής περιοριστικών όρων ή προσωρινής κράτησης ή ακόμα και της ασκηθείσας σε βάρος του κατηγορούμενου δικηγόρου ποινικής δίωξης.
Σε ανάλογη δήλωση προέβη και η Συντονιστική Επιτροπή των Προέδρων της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων.
Είναι, εξάλλου, γνωστό στη νομική κοινότητα ότι δικηγόροι καταθέτουν σωρεία αναφορών με αίτημα την πειθαρχική δίωξη και καταδίκη δικαστών και εισαγγελέων, βάλλοντας, αποκλειστικά, κατά της ουσιαστικής τους κρίσης. Η προφανής αβασιμότητα της συντριπτικής πλειονότητας των αναφορών αυτών, όπως προκύπτει από τον έλεγχο του καθ’ ύλην αρμόδιου πειθαρχικού οργάνου (Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης), έχει ως αποτέλεσμα την αρχειοθέτησή τους.
Οφείλουμε, επιπροσθέτως, να επισημάνουμε ότι πολλοί εκ των αυτοαναγορευθέντων ως υπερασπιστών της δικαστικής ανεξαρτησίας επιχειρούν να την πλήξουν, εκφέροντες στις τηλεοπτικές κάμερες, που τους αναμένουν έξω από τις δικαστικές αίθουσες ή τα ανακριτικά γραφεία, αλλά και σε τηλεοπτικές εκπομπές, κρίσεις, επικρίσεις και απαξιωτικά σχόλια για δικαστικές ενέργειες ή εισαγγελικές προτάσεις, ενόσω, μάλιστα, διαρκεί η δίκη ή η ανακριτική διαδικασία, υποτιμώντας τη θέση, την ακεραιότητα, την επάρκεια και την προσωπικότητα δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, επιδιώκοντας τη χειραγώγησή τους. Συχνά, άλλωστε, γινόμαστε μάρτυρες προσβλητικών, μειωτικών ακόμη και υβριστικών συμπεριφορών συνηγόρων σε βάρος δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, κατά τη διάρκεια δικών.
Περαιτέρω, για την αποκατάσταση των ισχυόντων, οφείλουμε να ενημερώσουμε τους μη γνωρίζοντες και να υπενθυμίσουμε στους επαΐοντες τα ακόλουθα: Βασικές αρχές του Κράτους Δικαίου αποτελούν η προστασία της ελευθερίας της ουσιαστικής κρίσης κάθε δικαστή και εισαγγελέα, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ανεξαρτήτως βαθμού και η συνδυαζόμενη με αυτή αρχή της προστασίας του πολίτη από την αυθαίρετη κρίση. Για την προστασία των αρχών αυτών έχει θεσπισθεί από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών η διενέργεια πειθαρχικών διαδικασιών, αποκλειστικά και μόνο από τα αρμόδια προς τούτο όργανα, με σκοπό την ενίσχυση του αισθήματος ανεξαρτησίας, που πρέπει να έχει κάθε δικαστικός και εισαγγελικός λειτουργός και την εδραίωση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτούς.
Από άποψη διαδικασίας στο πειθαρχικό δίκαιο προβλέπεται το στάδιο της προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης και εφόσον, στη συνέχεια, κριθεί σκόπιμη η άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, διενεργείται έλεγχος αν η ελευθέρως διατυπωθείσα γνώμη του δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού εκφεύγει των ακροτάτων ορίων της διακριτικής ευχέρειας αυτών (Ολ.Α.Π. 9/2015), έτσι όπως αυτή προσδιορίζεται από το νόμο και την υπαγωγή σε αυτόν των αποδειχθέντων. Οσοι αμφισβητούν τη θέση αυτή, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα, επιχειρούν να καλλιεργήσουν τεχνητά τη δυσπιστία στους πολίτες για την αποτελεσματικότητα του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης στη Χώρα μας».