Υποθήκες και σε ευρώ

Υπόθεση, C- 222/97, Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Προδικαστική. Εθνική απαγόρευση συστάσεως υποθήκης σε αλλοδαπό νόμισμα, Ερμηνεία του άρθρου 73 της Συνθήκης. Ολομέλεια.


Τα ερωτήματα ήταν έτσι κι αλλιώς σημαντικά. Είναι δυνατόν οι νομοθετικές ρυθμίσεις ενός κράτους-μέλους να είναι αντίθετες και να ακυρώνουν στην πράξη βασικές επιλογές για την ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή μήπως οποιαδήποτε διάταξη παρεμποδίζει τη διαδικασία αυτή δεν ισχύει; Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, για μία ακόμη φορά, κλήθηκε να σταθμίσει τα υπέρ και τα κατά και να αξιολογήσει ποια είναι πραγματικά η ισχύς των εθνικών νόμων, όταν ορίζουν με τέτοιο τρόπο τα διάφορα θέματα, ώστε ουσιαστικά να παρεμποδίζουν ή δύναται να παρεμποδίσουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.


Μάλιστα, λόγω της σημασίας του θέματος, η σχετική υπόθεση κρίθηκε από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου που συνεδρίασε στις 6 Οκτωβρίου της περασμένης χρονιάς και εξέδωσε την απόφασή της προσφάτως, στις 16 Μαρτίου του 1999.


Προτού όμως αναφερθούμε στη σημασία της αποφάσεως της Ολομελείας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ας δούμε πρώτα πώς ξεκίνησε η υπόθεση και έφθασε ως το ΔΕΚ.


Η αιτία ήταν μια διάταξη της αυστριακής νομοθεσίας που αφορούσε τον τρόπο που θα ήταν δυνατόν να εγγραφεί μια υποθήκη ως διασφάλιση μιας οικονομικής απαίτησης. Και αφορμή η υποβολή από την αυστριακή δικαιοσύνη προδικαστικών (έτσι λέγονται στη νομική ορολογία) ερωτημάτων σχετικά με το τι προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο.


Τι προέβλεπε η διάταξη του αυστριακού νόμου; Οτι η εγγραφή μιας υποθήκης σε ακίνητο, πάντα, πρέπει να γίνεται στο εθνικό νόμισμα έστω και αν η ασφαλιζόμενη με την υποθήκη απαίτηση έχει συναφθεί σε νόμισμα άλλης χώρας της Ευρωπαϊκής Ενωσης.


Το ερώτημα που υπέβαλε το αυστριακό δικαστήριο, προτού εκδώσει οριστική απόφαση, ήταν το εξής: Μπορεί μια τέτοια διάταξη να ισχύει ή μήπως η κοινοτική νομοθεσία και πρωτίστως η Συνθήκη επιβάλλουν κάτι διαφορετικό; Μήπως δηλαδή η υποχρέωση να εγγράφονται οι υποθήκες μόνο στο εθνικό νόμισμα μιας χώρας αντιβαίνει στα κοινοτικώς ισχύοντα και ειδικώς στις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης διακίνησης των κεφαλαίων και των οικονομικών συναλλαγών γενικά;


Με άλλα λόγια, μήπως, στο πλαίσιο της διασφάλισης των όρων για ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων αλλά και των οικονομικών συναλλαγών ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, και οι υποθήκες πρέπει να εγγράφονται και σε άλλα νομίσματα πέραν του εθνικού; Το Δικαστήριο για να απαντήσει στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα πρώτα εξέτασε αν η εγγραφή υποθήκης μπορεί να υπαχθεί γενικά στις διατάξεις για την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων και αν στην προκειμένη περίπτωση ισχύουν οι ρυθμίσεις της Συνθήκης και ειδικότερα το άρθρο 73.


Από την εξέταση όλων των παραμέτρων, οι ευρωδικαστές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια εθνική ρύθμιση που επιβάλει την εγγραφή υποθηκών σε ακίνητα μόνο στο εθνικό νόμισμα της χώρας, όπου αυτά ευρίσκονται, δίχως να λαμβάνει υπόψη της σε ποιο νόμισμα έχει γίνει η οικονομική δοσοληψία που ασφαλίζεται με την υποθήκη, είναι αντίθετη με βασικές διατάξεις της Συνθήκης αλλά και της κοινοτικής νομοθεσίας.


Στο σκεπτικό της αποφάσεώς τους οι ευρωδικαστές σημειώνουν μεταξύ πολλών άλλων επιχειρημάτων ότι «μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη έχει ως αποτέλεσμα τη χαλάρωση των δεσμών μεταξύ της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως, η οποία είναι εξοφλητέα στο νόμισμα άλλου κράτους-μέλους, και της υποθήκης, η αξία της οποίας μπορεί λόγω μεταγενέστερων νομισματικών διακυμάνσεων να μειωθεί. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας μειώσεως είναι να υπολείπεται της αξίας της εξασφαλιζόμενης απαιτήσεως η αξία της υποθήκης και έτσι η εν λόγω ρύθμιση μπορεί να αποθαρρύνει τους ενδιαφερομένους από το να εκφράσουν μια απαίτηση στο νόμισμα άλλου κράτους-μέλους και κατά συνέπεια να τους στερήσει από ένα προνόμιο που αποτελεί συνιστώσα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των πληρωμών».


Και ο γενικός εισαγγελέας του Δικαστηρίου κ. Α. La Pergola, ο οποίος ανέπτυξε τις προτάσεις κατά την ημέρα της δίκης, πρότεινε όσα εν συνεχεία το Δικαστήριο περιέλαβε στην απόφασή του.

Scroll to Top