Για ανελέητο πόλεμο που δέχθηκε, όταν για την υπόθεση της Novartis χειρίστηκε τις σχετικές έρευνες για πολιτικά πρόσωπα, μίλησε στην απολογία της ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου η εισαγγελέας Ελένη Τουλουπάκη, η οποία δικάζεται μαζί με τον πρώην υπουργό (αναπληρωτή στο υπουργείο Δικαιοσύνης) Δημήτρη Παπαγγελόπουλο.
Η εισαγγελέας έκανε λόγο για σκληρές επιθέσεις από πολιτικά πρόσωπα, ΜΜΕ, αλλά και πειθαρχικές διώξεις για τους χειρισμούς της στην υπόθεση της Novartis, υποστηρίζοντας τη νομιμότητα των ενεργειών της και τονίζοντας ότι έστειλε τη σχετική δικογραφία με τους δέκα πολιτικούς με βάση τον νόμο περί ευθύνης υπουργών.
Παράλληλα, τόνισε ότι επί των ημερών της αρχειοθετήθηκε η υπόθεση για τους επτά από τους δέκα πολιτικούς, ενώ για τους άλλους ανέφερε πως τις δικογραφίες χειρίστηκε ο νυν οικονομικός εισαγγελέα, Χρήστος Μπαρδάκης.
Επιθέσεις και πόλεμος
«Ας μου επιτραπεί, τόνισε, παρατηρώντας τα όσα έχουν συμβεί, ότι πρόκειται για την πιο συντονισμένη προσπάθεια εξόντωσης δικαστικών λειτουργών στη μεταπολιτευτική ιστορία του τόπου μας. Εκτοτε ξεκίνησε ένας ανελέητος πόλεμος από τα ερευνώμενα πολιτικά πρόσωπα, με τη σθεναρή συμπαράσταση των κομμάτων τους και την ενεργή υποστήριξη των ΜΜΕ», τόνισε η κ. Τουλουπάκη.
Και πρόσθεσε, αναφερόμενη σε επιθέσεις και σε παρασκηνιακές κινήσεις που στόχευαν, όπως είπε, στο να της αφαιρεθεί η δικογραφία: «Ενώ συνεχίζαμε την έρευνά μας κατά της Novartis και των πολιτικών προσώπων, μετατραπήκαμε ταυτόχρονα σε ερευνώμενοι και ελεγχόμενοι, για την εισαγγελική μας έρευνα, από τα ποινικώς ερευνώμενα πολιτικά πρόσωπα. Δεν υπήρξε μέρα που να μη δίνουμε εξηγήσεις είτε στον Αρειο Πάγο είτε στη Βουλή. Ταυτόχρονα, γίνονταν συστηματικές προσπάθειες να αφαιρεθεί η υπόθεση από την Εισαγγελία Διαφθοράς, τον φυσικό της δικαστή και να περάσει σε άλλα χέρια. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος αυτού, ήταν μονόδρομος για την αφαίρεση της δικογραφίας η κατάργηση της Εισαγγελίας Διαφθοράς και η ίδρυση μιας νέας Υπηρεσίας, στην οποία περιήλθε η δικογραφία της Novartis “εν μια νυκτί”».
Η αρχειοθέτηση των 7
Στη συνέχεια, η Ελένη Τουλουπάκη αναφέρθηκε στην αρχειοθέτηση της υπόθεσης για τους επτά από τους δέκα εμπλεκόμενους πολιτικούς. «Οσο, λοιπόν, είχαμε τη δικογραφία, και παρά τις καθημερινές απειλές και πιέσεις που δεχόμασταν, ολοκληρώσαμε την έρευνα για επτά από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα, κρίνοντας ότι έπρεπε να τεθούν στο Αρχείο. Για δύο από τα υπολειπόμενα πρόσωπα δεν ολοκληρώθηκε η ερευνά μας και συνεχίστηκε από τον κ. Μπαρδάκη, ενώ για το τρίτο κρίναμε ότι υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση της ποινικής δίωξης. Η αμεροληψία μας και η απουσία οιασδήποτε παρέμβασης στο έργο μας, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, αφενός οι επτά αρχειοθετήσεις έλαβαν χώρα προ των εκλογών του 2019, αφετέρου η ποινική δίωξη εις βάρος του ενός πολιτικού προσώπου ασκήθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο των εκλογών, κατόπιν αδείας της νέας Βουλής – νέας κυβέρνησης. Δηλαδή από τον χειρισμό μας αποδεικνύεται ότι δεν αφήσαμε κανένα περιθώριο πολιτικής εκμετάλλευσης των ενεργειών μας”».
Οι σχέσεις με Παπαγγελόπουλο
Σε ό,τι αφορά την κατηγορία που αντιμετωπίζει, ότι δηλαδή δεν έστειλε στη Βουλή, με βάση τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, καταγγελίες του ΚΙΝ.ΑΛΛ. για τον τότε υπουργό Υγείας Παναγιώτη Κουρουμπλή, η εισαγγελέας την αρνήθηκε λέγοντας πως τα έστειλε, όταν έλαβε γνώση, χωρίς να καθυστερήσει.
«Εν κατακλείδι», τόνισε, «όταν εγώ λαμβάνω για πρώτη φορά γνώση των αναφορών αυτών, αμελλητί τα στέλνω στη Βουλή. Εγώ έλαβα γνώση τέλος Ιανουαρίου του 2018 και 5.2.2018 τα στέλνω αμελλητί στη Βουλή».
«Σε κάθε, δε, περίπτωση», υπογράμμισε, «τα έγγραφα αυτά, ήδη από τους προκατατόχους μου, δεν είχαν καν εκληφθεί ως μηνυτήριες αναφορές», ενώ πρόσθεσε ότι μόλις έλαβε γνώση του περιεχομένου των αναφορών σχημάτισε την άποψη ότι δεν είχαν καταγγελτικό περιεχόμενο και ορθώς δεν είχαν σταλεί στη Βουλή από τους προηγούμενους στην Εισαγγελία Διαφθοράς.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με τον δικαζόμενο υπουργό Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, ο οποίος αντιμετωπίζει κατηγορία ηθικής αυτουργίας στο αδίκημά της (κατάχρηση εξουσίας), η κυρία Τουλουπάκη αρνήθηκε ότι είχε άλλες σχέσεις, πέραν της καθαρά υπηρεσιακής.
Ειδικότερα, αναφερόμενη στο ότι δεν δέχθηκε από κανέναν υποδείξεις ή προτροπές για τον χειρισμό υποθέσεων, τόνισε: «Ο κ. Παπαγγελόπουλος παρουσιάζεται ως ηθικός αυτουργός των πράξεών μου. Θέλω να σας δηλώσω ότι δεν είχα κανέναν διάλογο με κανένα πολιτικό. Ημουν όμως σε έναν διαρκή εσωτερικό διάλογο με τη συνείδησή μου και με τον Θεό».
Η κορύφωση ενός προσωπικού Γολγοθά
Η δικαζόμενη εισαγγελική λειτουργός, κλείνοντας την απολογία της, σημείωσε με έμφαση: «Σήμερα είναι η κορύφωση μιας ανηφορικής πορείας. Ενός προσωπικού Γολγοθά που ξεκίνησε 4 χρόνια πριν. Μια περίοδος κατά την οποία αποκαλούσαν εμένα και τους συνεργάτες μου “εγκληματική συμμορία”, “παραδικαστικό κύκλωμα”, ενώ δεχόμουν καθημερινά απειλές του τύπου ότι θα “μπω φυλακή” και ότι θα με “γδάρουν”.
Ξυπνήσαμε κάποια μέρα για να μάθουμε ότι όλοι στην εισαγγελία είχαμε παρατσούκλια: κυρά Φρόσω, γόβας, νεκροθάφτης, ταξιδιάρα, Ρασπούτιν κ.ά., που δεν είχαμε ακούσει ποτέ γιατί δεν είχαν ειπωθεί ποτέ, παρουσιάζοντας μια παρακμιακή εικόνα του δικαστικού σώματος, η οποία, όπως αποδείχθηκε, υφίστατο μόνο στην αντίληψη εκείνων που τα επινόησαν…
Χαρακτηριστικό της προσωπικής μου στοχοποίησης, καθ’ όλο αυτό το διάστημα, είναι ότι άγνωστοι διέρρηξαν δύο φορές την κατοικία μου, αφαιρώντας μόνο αρχεία και σημειώσεις από το γραφείο μου, στέλνοντάς μου σαφές μήνυμα του κινδύνου που διατρέχω για τις έρευνές μου ως εισαγγελέας Διαφθοράς. Εγώ πρωτίστως και οι συνεργάτες μου δευτερευόντως δεχτήκαμε τη μεγαλύτερη δυνατή διαπόμπευση. Διερωτώμαι αν υπάρχουν πιο απαξιωτικές κατηγορίες από αυτές που μου αποδόθηκαν. Εμφανιστήκαμε να εκβιάζουμε μάρτυρες, να υποβάλουμε σε αυτούς το περιεχόμενο των καταθέσεών τους, να κατασκευάζουμε αποδείξεις και να εκθέτουμε σε δίωξη δέκα πολιτικά πρόσωπα».
Και κατέληξε, «ας μου επιτραπεί να πω, παρατηρώντας τα όσα έχουν συμβεί, ότι πρόκειται για την πιο συντονισμένη προσπάθεια εξόντωσης δικαστικών λειτουργών στη μεταπολιτευτική ιστορία του τόπου μας. Επίσης, η πορεία αυτής της υπόθεσης αποδεικνύει και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό. Οτι δικαστές δεν υπάρχουν μόνο στο Βερολίνο, αλλά και εις τας Αθήνας. Είναι οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, που, παρά τα τύμπανα της συκοφαντίας και της διαστρέβλωσης της αλήθειας, αποφάσισαν, περνώντας σ’ εσάς την τελική σκυτάλη για την οριστική κάθαρση αυτής της τραγωδίας, όχι μόνο για εμένα και για τους συναδέλφους μου που κατηγορηθήκαμε αδίκως, αλλά και για την ελληνική δικαιοσύνη στο σύνολό της, που τραυματίστηκε βαρύτατα από την αληθινή σκευωρία».
Η κυρία Τουλουπάκη αναφέρθηκε εκτενώς στη δικαστική διαδρομή και τα πόστα που κατά καιρούς υπηρέτησε, όπως επίσης και στο ότι επιλέχθηκε ως επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς. Πριν από την απολογία της, ο συνήγορός της Γιάννης Μαντζουράνης κατήγγειλε πως κατά την ημέρα της απολογίας της κοινοποιήθηκε πειθαρχική αγωγή, τονίζοντας ότι «κάποιοι δεν σέβονται ούτε την απολογία της, την κυνηγούν ακόμα» και συμπληρώνοντας ότι «αυτά πλήττουν το κύρος της δικαιοσύνης».