ΜΙΑ καταιγίδα μπορεί να ξεσπάσει ξαφνικά. Μια αντιπαράθεση, όμως, θεσμικών παραγόντων ποτέ δεν είναι τυχαία και αιφνίδια. Μοιάζει σαν το παγόβουνο που μόνον η κορυφή του φαίνεται. Η αφορμή μπορεί να δοθεί ανά πάσα στιγμή, αλλά η αιτία προϋπάρχει. Η δημόσια διαμάχη ανάμεσα στον υπουργό Δικαιοσύνης και στον πρόεδρο του Αρείου Πάγου για τον χειρισμό της υπόθεσης του Γιώργου Πουρσανίδη, ο οποίος υποστηρίζει ότι έχει απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά, έφερε για μία ακόμη φορά στο προσκήνιο τη διάσταση στις σχέσεις υπουργείου και ηγεσίας του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας, φαινόμενο σύνηθες πια τα τελευταία χρόνια.
Διάσταση που σηματοδοτεί μια πραγματικότητα η οποία προβληματίζει τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ της τρίτης εξουσίας και δηλώνει ότι κάτι βαθύτερο συμβαίνει στο «βασίλειο της Δανιμαρκίας». Αυτή τη φορά η διαφωνία των δύο θεσμικών παραγόντων στον χώρο της τρίτης εξουσίας εκδηλώθηκε με ασυνήθιστη, θα έλεγε κανείς, οξύτητα. Ο υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος έδωσε εντολή να μεταβεί ιατροδικαστής στις φυλακές για να εξετάσει αν πράγματι ο καταδικασθείς έχει απεξαρτηθεί, προκειμένου να κινηθούν διαδικασίες για την προσωρινή απόλυσή του, δέχθηκε τις βολές του προέδρου του Αρείου Πάγου, ο οποίος αντέδρασε έντονα για όσα δημοσίως εδήλωσαν τόσο ο κ. Ευ. Γιαννόπουλος όσο και άλλοι πολιτικοί (ο κ. Μ. Εβερτ, αλλά και βουλευτές όλων των κομμάτων) κρίνοντας ο καθένας με τον τρόπο του τη δικαστική απόφαση για τον Πουρσανίδη.
«Η δικαιοσύνη», τόνισε ο κ. Στ. Ματθίας στην ανακοίνωση που εξέδωσε (η πρώτη από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του), «απονέμεται αποκλειστικά και μόνον από τα συντεταγμένα δικαστήρια. Κανένας άλλος παράγοντας (κυβερνητικός ή δικαστικός) δεν έχει δικαίωμα ούτε μπορεί να μεταβάλει τις δικαστικές αποφάσεις και να επηρεάσει τη δικαστική κρίση». Ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου εμμέσως πλην σαφώς αποδοκίμασε την πρωτοβουλία του κ. Γιαννόπουλου να παρέμβει στην υπόθεση Πουρσανίδη επικαλούμενος την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης αλλά και τη διάκριση των εξουσιών. Από την πλευρά του, ο υπουργός Δικαιοσύνης, όπως ήταν αναμενόμενο, απάντησε υπεραμυνόμενος της θέσεως ότι οι δικαστικές αποφάσεις κρίνονται και μάλιστα θύμισε στον κ. Ματθία τη βιβλική ρήση «και οι κρίνοντες κρίνονται», για να προσθέσει ότι στη δημοκρατία «οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεν έχουν το απυρόβλητο».
Η αντιπαράθεση Ματθία – Γιαννόπουλου δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία. Εκείνοι που παρακολουθούν από κοντά τα τεκταινόμενα στον χώρο της δικαιοσύνης γνωρίζουν καλώς ότι οι δύο άνδρες από καιρό έχουν διακόψει κάθε γέφυρα επικοινωνίας. «Ενα χρόνο», παραδέχθηκε στους δημοσιογράφους ο κ. Γιαννόπουλος, «έχω να μιλήσω με τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου». Η διαφορά αντιλήψεων, εκτιμούν όσοι γνωρίζουν και τους δύο, δεν έχει καταστήσει δυνατή την ουσιαστικότερη συνεργασία μεταξύ τους για το καλό της δικαιοσύνης και των δικαζομένων πολιτών. Ποιο ήταν, όμως, το κομβικό σημείο για να κοπούν οι γέφυρες συνεννόησης, έστω και τυπικής επαφής;
Σύμφωνα με πληροφορίες από δικαστικούς κύκλους, η διαφωνία Ματθία – Γιαννόπουλου σηματοδοτήθηκε από την αντιπαράθεσή τους για ένα κρίσιμο, για την εσωτερική λειτουργία της δικαιοσύνης, θέμα: Ποιος θα έχει την ευθύνη για την επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών; Σύμφωνα με νόμο που είχε ψηφισθεί επί των ημερών του κ. Γ. Κουβελάκη για να περιορισθούν οι αρμοδιότητες και η ισχύς του πρώην προέδρου του ανωτάτου δικαστηρίου κ. Β. Κόκκινου, την επιθεώρηση των δικαστών ασκούσε ο νεότερος που είχε ορισθεί ως αντιπρόεδρος από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Και αυτός ήταν ο κ. Γ. Βελής. Ο υπουργός Δικαιοσύνης, όμως, είχε άλλη άποψη επί του θέματος. Κατήργησε τη διάταξη Κουβελάκη και μαζί με αυτήν και τον κ. Βελή, προκαλώντας την αντίθεση του προέδρου του Αρείου Πάγου, ο οποίος είχε ταχθεί και δημοσία υπέρ της παραμονής του νεότερου αντιπροέδρου στο νευραλγικό αυτό πόστο. Ο κ. Γιαννόπουλος όμως προχώρησε σε αναμόρφωση του θεσμού της επιθεώρησης εισηγούμενος ρύθμιση (ψηφίστηκε και ισχύει ήδη) σύμφωνα με την οποία η επιθεώρηση των δικαστών ασκείται από συλλογικό όργανο (τριμελές), που εκλέγεται από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με μυστική ψηφοφορία.
Ηταν η κίνηση που απετέλεσε το «casus belli» στις σχέσεις των δύο ανδρών, οι οποίοι ηγούνται (από άλλη θέση ο καθένας) της δικαιοσύνης. Σχέσεις που δεν υπήρξαν ποτέ θερμές αλλά που τώρα πια είναι ανύπαρκτες. Οι τριβές, όμως, και οι ρήξεις ανάμεσα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και στη Μεσογείων (εκεί στεγάζονται αντιστοίχως ο Αρειος Πάγος και το υπουργείο) είναι μια ιστορία παλιά όσο και η προσπάθεια της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας να επέμβει στο έργο της δικαιοσύνης και οι αντιστάσεις που κάθε φορά διαθέτει η δεύτερη προς άμυνα και υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της. Φαινόμενο των καιρών
ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ των δημόσιων αντιπαραθέσεων αλλά και της υπονόμευσης της ηγεσίας του ανωτάτου δικαστηρίου είναι σίγουρο ότι αποτελεί σύμπτωμα του πολιτικού μας βίου τα τελευταία χρόνια. Η ταραχώδης πολιτική ζωή του τόπου και η ποινικοποίησή της, στις αρχές του 1990, με τα Ειδικά Δικαστήρια και τις παραπομπές «έστρωσαν το χαλί» και για πρώτη φορά εκδηλώθηκαν όχι προσπάθειες παρεμβάσεως στο έργο της δικαιοσύνης αυτές πάντα υπήρχαν αλλά δημόσιες δηλώσεις υπουργών και κυβερνητικών παραγόντων κατά της ηγεσίας του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας. Ο κ. Γ. Κουβελάκης, όσο χρόνο διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης, χωρίς υπερβολή, ήταν ο «πρώτος διδάξας». Η αντιπαράθεσή του με τον τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου κ. Βασ. Κόκκινο δεν είχε προηγούμενο και είναι δύσκολο να επαναληφθεί.
Τόσο τεταμένες ήταν οι σχέσεις των δύο ανδρών που ο υπουργός πολλάκις είχε εισηγηθεί νομοθετικές ρυθμίσεις που είχαν ψηφισθεί για περιορισμό των αρμοδιοτήτων του προέδρου του Αρείου Πάγου και για πλήρη αποδυνάμωση του ρόλου του. Η ρήξη που είχε ξεσπάσει τότε για το ποιος θα είναι επιθεωρητής των δικαστών (ο αρχαιότερος αντιπρόεδρος, που ήταν τότε ο κ. Σ. Σωκρατείδης, ή ο νεότερος, όπως θεσμοθετήθηκε αργότερα, που ήταν ο κ. Κ. Δαφέρμος) είχε προκαλέσει αίσθηση στους δικαστικούς κύκλους και είχε επί ημέρες απασχολήσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Σε τέτοιο σημείο είχε φθάσει η ρήξη στις σχέσεις υπουργείου και ηγεσίας του ανωτάτου δικαστηρίου που με νόμο είχαν περιορισθεί οι προαγωγές στον Αρειο Πάγο για να μην αποφασισθούν από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, στο οποίο προήδρευε ο κ. Κόκκινος! Ο διαδεχθείς τον κ. Κουβελάκη, έμπειρος πολιτικός κ. Αν. Πεπονής, προσπάθησε να βελτιώσει το κλίμα και να συνεργασθεί με την ηγεσία του ανωτάτου δικαστηρίου προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Οι διατάξεις νόμου όμως που εισηγήθηκε για τις δικαστικές διαιτησίες και η επίθεση που εκδηλώθηκε τότε κατά του κ. Κόκκινου για μια διαιτησία την οποία η κυβέρνηση του είχε παραχωρήσει είχαν ως αποτέλεσμα να ναυαγήσουν οι προσπάθειες για συνεργασία και να επανέλθουν η ψυχρότητα και η καχυποψία.
Επί των ημερών του κ. Ευ. Βενιζέλου το υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν, χωρίς υπερβολή, «νησίδα ηρεμίας» στις σχέσεις του με την ηγεσία του ανωτάτου δικαστηρίου. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
ΣΤΗΝ πρόσφατη αντιπαράθεση παρενέβη με ανακοίνωσή του και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Παν. Δημόπουλος ξεκαθαρίζοντας ότι δεν πρόκειται να υπερασπισθεί παρά μόνο τον θεσμικό ρόλο του εισαγγελέως και τη δικαιοσύνη. «Ο εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου», τόνισε σε ανακοίνωσή του, «δεν είναι επιτρεπτό κατά τον νόμο και τη δικαστική δεοντολογία να λαμβάνει οδηγίες ή εισηγήσεις από τον υπουργό Δικαιοσύνης ή όποιον άλλον πολιτειακό παράγοντα για τις ενέργειές του». Και προσέθεσε ότι «ο εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου δεν δικαιούται, ούτε και ποτέ διανοήθηκε, να απευθύνει οδηγίες προς τα δικαστήρια εν σχέσει με τον τρόπο ασκήσεως των καθηκόντων τους, μάλιστα δε επί συγκεκριμένης υποθέσεως».
Βέβαια, τα πολιτικά κόμματα με ανακοινώσεις τους υπερασπίστηκαν, όπως συνήθως, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης θυμίζοντας εκείνο που είχε πει ο κ. Παν. Κωστάκος, πρώην πρόεδρος της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων: «Η δικαστική ανεξαρτησία ομοιάζει με τη γυναίκα εκείνη με τη ζώνη παρθενίας την οποία όλοι εγκρίνουν αλλά ο καθένας θέλει για λογαριασμό του το κλειδί»!