Ταξίδια και διακοπές δυστυχώς δεν σημαίνουν πάντα ξεκούραση και απολαύσεις. Δεν είναι λίγες οι φορές που ταξιδιωτικά γραφεία, ξενοδόχοι και μεταφορικές εταιρείες «παίζουν» με τα νεύρα μας και κερδοσκοπούν μεταβάλλοντας το όνειρο των διακοπών σε εφιάλτη. Οι ταξιδιώτες, πολίτες με δικαιώματα τα οποία τις περισσότερες φορές αγνοούν, είναι τα εύκολα θύματα των επιτηδείων, οι οποίοι τους εκμεταλλεύονται και θησαυρίζουν, στήνοντας κομπίνες και οικονομικές απάτες.
Οταν μάλιστα οι ταξιδιώτες ευρίσκονται στο εξωτερικό και δεν είναι εύκολη η πρόσβασή τους σε αρχές και σε υπευθύνους, οι πιθανότητες να εξαπατηθούν πολλαπλασιάζονται. Η γνώση τους για το πώς μπορούν να προστατευθούν και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους είναι αυτονόητο πως είναι και απαραίτητη και αναγκαία. Ετσι μια πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που εκδόθηκε με αφορμή μια καλοστημένη κομπίνα τουριστών από την Αυστρία που είχαν επισκεφθεί τη χώρα μας, το 1995, έθεσε το πλαίσιο για τα δικαιώματα των τουριστών και καθόρισε πώς πρέπει να διεκδικούν τα δικαιώματά τους στις περιπτώσεις που οι διοργανωτές των διακοπών τους αποδείχθηκαν αφερέγγυοι.
Προτού όμως αναφερθούμε με λεπτομέρειες στην απόφαση του δικαστηρίου, η οποία είναι σημαντική αλλά και επίκαιρη, ας δούμε ποια ήταν η υπόθεση που έδωσε το έναυσμα στους ευρωπαίους δικαστές να ασχοληθούν με την οδηγία που προβλέπει τα δικαιώματα αλλά και τις υποχρεώσεις των τουριστών.
Ολα ξεκίνησαν το 1995, όταν μια ομάδα Αυστριακών αποφάσισε να κάνει διακοπές στην Κρήτη. Απευθύνθηκαν σε τουριστικό γραφείο, ενημερώθηκαν για τα απαραίτητα, πλήρωσαν εισιτήρια, ξενοδοχείο και ημιαδιατροφή και πήραν τις βαλίτσες τους αποφασισμένοι να χαρούν τον ήλιο της Μεσογείου και τις ομορφιές της Μεγαλονήσου. Αλλά μόλις πάτησαν το πόδι τους στην Κρήτη πληροφορήθηκαν ότι το τουριστικό γραφείο στο οποίο είχαν απευθυνθεί και είχαν πληρώσει δεν είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς τον ξενοδόχο της Κρήτης. Παρ’ όλα αυτά διέμειναν ορισμένες ημέρες και στη συνέχεια αντιμετώπισαν την οργή του ξενοδόχου, ο οποίος ζήτησε από τους τουρίστες τα λεφτά του, τα οποία όμως του όφειλε το αυστριακό τουριστικό γραφείο, αφού ήδη οι άνθρωποι είχαν πληρώσει.
Οι τουρίστες, οι οποίοι, όπως κατήγγειλαν, δέχθηκαν και απειλές αλλά και σωματική βία από τον ξενοδόχο, αναγκάστηκαν να διπλοπληρώσουν. Να καταβάλουν δηλαδή το αντίτιμο της διαμονής τους, την οποία όμως είχαν ήδη προπληρώσει στην Αυστρία. Μάλιστα, όπως αναφέρεται και στην απόφαση του ΔΕΚ, ο ξενοδόχος τούς εξανάγκασε να πληρώσουν απειλώντας τους ότι δεν θα τους άφηνε να φύγουν και έτσι κινδύνευαν να χάσουν το αεροπλάνο της επιστροφής!
Προ του κινδύνου ωστόσο να μείνουν στην Κρήτη, όμηροι χωρίς υπερβολή , αποφάσισαν να πληρώσουν (ευτυχώς που είχαν τα χρήματα) και να επιβιβαστούν στο αεροπλάνο γυρίζοντας στη χώρα τους. Μόλις πάτησαν το πόδι τους στο αυστριακό έδαφος άρχισαν έναν αγώνα δρόμου κατά του τουριστικού γραφείου που έστησε την κομπίνα εις βάρος τους, για να μπορέσουν να εισπράξουν τα διπλοπληρωμένα. Αδικα όμως. Αναγκάστηκαν να προσφύγουν σε έναν ειδικό οργανισμό προστασίας των καταναλωτών ο οποίος είχε στόχο την ικανοποίηση δικαιωμάτων των πολιτών που σχετίζονται με τη χρήση υπηρεσιών και προϊόντων. Ωστόσο και με τον τρόπο αυτό δεν βρήκαν το δίκιο τους. Η προσφυγή στη δικαιοσύνη ήταν πια μονόδρομος.
Ο ειδικός οργανισμός προστασίας των καταναλωτών προσέφυγε λοιπόν στα δικαστήρια και ζήτησε με αγωγή για λογαριασμό των πελατών του να του καταβάλει το τουριστικό γραφείο τα χρηματικά ποσά που είχαν πληρώσει στον ξενοδόχο της Κρήτης και αποζημίωση για την ταλαιπωρία που υπέστησαν. Το δικαστήριο με τη σειρά του, προτού δικάσει την υπόθεση, υπέβαλε προδικαστικά ερωτήματα, για να αποφασιστεί τι ισχύει για τα δικαιώματα των τουριστών με βάση την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, που αναφέρεται στα οργανωμένα ταξίδια και στις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις.
Οι ευρωπαίοι δικαστές δίκασαν την υπόθεση στις 4 Δεκεμβρίου 1997 και εξέδωσαν την απόφασή τους στις 14 Μαΐου 1998. Στην απόφασή τους τονίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η κοινοτική οδηγία για τα οργανωμένα ταξίδια έχει εφαρμογή και στην περίπτωση της διασφάλισης των δικαιωμάτων των ταξιδιωτών, όταν ο διοργανωτής του ταξιδιού είναι αφερέγγυος. Στόχος της οδηγίας, όπως αναφέρεται, είναι η εξασφάλιση των δικαιωμάτων των τουριστών και η επιστροφή των ποσών που τυχόν θα αναγκαστούν να καταβάλουν σε περιπτώσεις αφερεγγυότητας του ταξιδιωτικού γραφείου ή σε περίπτωση πτώχευσης.
Αλλωστε, όπως επισημαίνεται στην απόφαση, η ευθύνη του ταξιδιωτικού γραφείου καλύπτει τα πάντα, όλα τα έξοδα, ώσπου ο τουρίστας να μπορέσει να γυρίσει στον τόπο του. «Το άρθρο 7 της οδηγίας αναφέρεται στο διά ταύτα της αποφάσεως για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται και για την επιστροφή των καταβληθέντων όταν ο διοργανωτής κατέστη αφερέγγυος». Και ο γενικός εισαγγελέας του δικαστηρίου ο κ. G. Tesauro, ο οποίος ανέπτυξε τις απόψεις του κατά τη διάρκεια της δίκης που έγινε ενώπιον του Ε’ Τμήματος, ετάχθη υπέρ της διασφάλισης των δικαιωμάτων των τουριστών, όταν το τουριστικό γραφείο για οποιονδήποτε λόγο καθίσταται αφερέγγυο.