Στοπ στις απελάσεις

ΤΟ ΘΕΜΑ είναι έτσι κι αλλιώς σημαντικό. Αλλά για εμάς είναι ακόμη σημαντικότερο, μια και αφορά διατάξεις της νομοθεσίας μας και την καθημερινή πρακτική των δικαστικών μας αρχών. Με άλλα λόγια, είναι μια υπόθεση ελληνικού πρωτίστως ενδιαφέροντος, που κρίθηκε από το Ευρωδικαστήριο και στάθηκε η αφορμή για να εκδοθεί η πρώτη απόφαση της καινούργιας χρονιάς.


Μια απόφαση που κρίνει ένα μείζονος σημασίας ζήτημα: τι γίνεται με τις απελάσεις, όταν αυτές αφορούν πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.


Το έναυσμα δόθηκε από προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε ο Αρειος Πάγος, ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε υπόθεση για την απέλαση μιας αλλοδαπής, Ιταλίδας συγκεκριμένα, που είχε καταδικαστεί από το Πλημμελειοδικείο του Ηρακλείου Κρήτης για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών.


Σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο, ο αλλοδαπός που καταδικάζεται για παραβάσεις που σχετίζονται με τα ναρκωτικά απελαύνεται με δικαστική απόφαση. Το μέτρο της απέλασης ασφαλώς δεν προβλέπεται για τους έλληνες πολίτες, για τους οποίους όμως μπορεί να επιβληθεί απαγόρευση διαμονής σε ορισμένο τόπο.


Τα ερωτήματα της ελληνικής δικαιοσύνης και οι απαντήσεις των ευρωδικαστών στόχευσαν λοιπόν στο να διευκρινισθεί πλήρως αν οι απελάσεις πολιτών από μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι επιτρεπτές και αν οι σχετικές εθνικές ρυθμίσεις είναι σύμφωνες με το περιεχόμενο της συνθήκης.


Η βασική αρχή για την ελεύθερη διακίνηση προσώπων στην ΕΕ αποτελεί άλλωστε τον ακρογωνιαίο λίθο όπου στηρίζεται το οικοδόμημα της ενιαίας Ευρώπης και η αρχή αυτή καθόρισε και την κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.


Σύμφωνα με την απόφαση, το μέτρο της απέλασης παρεμποδίζει την ελεύθερη διακίνηση των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και αντίκειται ευθέως στις διατάξεις της συνθήκης. Η διάταξη της ελληνικής νομοθεσίας που εφαρμόστηκε και στην υπόθεση της Ιταλίδας, η οποία είχε καταδικαστεί για κατοχή ναρκωτικών, κρίθηκε αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο και άρα ανεφάρμοστη.


Τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς, ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημόσιας τάξης για την προστασία της κοινωνίας, στο πλαίσιο μιας αντεγκληματικής πολιτικής, εξετάσθηκαν από τους ευρωδικαστές και απασχόλησαν τη διάσκεψή τους. Δεν στάθηκαν όμως ικανά να οδηγήσουν σε απόφαση που θα έγερνε τη ζυγαριά της Θέμιδος υπέρ της εθνικής μας ρύθμισης.


«Το Δικαστήριο», τονίζεται στην απόφαση, «επισημαίνει ότι η σχετική με τη δημόσια τάξη εξαίρεση, όπως και άλλες παρεκκλίσεις από τις θεμελιώδεις αρχές της συνθήκης, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Η κοινοτική οδηγία περί των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών περιορίζει ρητά το δικαίωμα των κρατών-μελών να απελαύνουν τους αλλοδαπούς για λόγους δημόσιας τάξης».


Το «διά ταύτα» της απόφασης, μετά από αυτά, ήταν αυτονόητο: «Η ελληνική νομοθεσία αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και στην ελευθερία εγκατάστασης, το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημόσιας τάξης».

Scroll to Top