Στο ΣτΕ τα αντικειμενικά κριτήρια

Ο ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ της Επικρατείας καλείται να αποφασίσει αμετάκλητα για τα αντικειμενικά κριτήρια φορολόγησης των εμπόρων και των ελεύθερων επαγγελματιών. Είναι ένα θέμα που απασχολεί όχι μόνο τα δικαστήρια (εκατοντάδες είναι οι προσφυγές που εκκρεμούν) αλλά και τα κόμματα, την κυβέρνηση και τους ενδιαφερόμενους φορείς. Το σύστημα των αντικειμενικών κριτηρίων, που προκάλεσε αντιπαραθέσεις κατά την προεκλογική περίοδο και στο οποίο αναφέρθηκε και ο Πρωθυπουργός κατά τις προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή, θα κριθεί από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας.


Εκεί έφθασε προς κρίσιν μετά από δυναμική παρέμβαση του γενικού επιτρόπου των Διοικητικών Δικαστηρίων της χώρας κ. Παν. Κυρίμη, ο οποίος κάνοντας χρήση των αρμοδιοτήτων του άσκησε αναίρεση υπέρ του νόμου, καταθέτοντας αίτηση στο Συμβούλιο της Επικρατείας, την οποία υπογράφει ο αντεπίτροπος των Διοικητικών Δικαστηρίων κ. Ι. Παναγιωτόπουλος.


Λόγω της μείζονος σπουδαιότητος του θέματος, όπως αναφέρεται σε έγγραφο του προέδρου του Β’ Τμήματος του ΣτΕ κ. Σ. Γιάγκα, θα κρίνει τον νόμο για τα αντικειμενικά κριτήρια στις 8 Ιανουαρίου του 1997. Εισηγητής ορίστηκε ο σύμβουλος του ΣτΕ κ. Δ. Κωστόπουλος. Ο κ. Γιάγκας, πέραν του εισηγητή, ορίζει και βοηθό εισηγητή τον κ. Μ. Σωτηρόπουλο.


Ο γενικός επίτροπος ζητεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας να λύσει δύο καίρια θέματα. Πρώτον, αν ο νόμος είναι ανεκτός από τις συνταγματικές διατάξεις και, δεύτερον, αν τα κριτήρια πρέπει να είναι μαχητά ή αμάχητα.


Σχετικά με τη συνταγματικότητα του νόμου ο γενικός επίτροπος στην αναίρεσή του εκφράζει άποψη και παίρνει θέση. Με νομικά επιχειρήματα στηρίζεται η συνταγματικότητα του νόμου. Μάλιστα, αναφέρονται και προηγούμενες σημαντικές αποφάσεις της Ολομελείας και Τμημάτων του ΣτΕ που είχαν κρίνει ανεκτά για τη συνταγματική μας τάξη τόσο τα τεκμήρια που είχαν θεσπισθεί με νόμο 820/78 όσο και εκείνα που είχαν νομοθετηθεί με τον νόμο 1591/86 για τον τεκμαρτό προσδιορισμό του εισοδήματος.


Για το ισχύον σύστημα στην αίτηση αναιρέσεως υποστηρίζεται ότι είναι συνταγματικώς ανεκτό και ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της Θεσσαλονίκης που έκρινε τον νόμο αντισυνταγματικό. «Το αντικειμενικό αυτό σύστημα», τονίζεται μεταξύ άλλων, «προσδιορισμού του ελαχίστου ποσού καθαρού εισοδήματος ορισμένων κατηγοριών εμπορικών επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών είναι ανεκτό από το Σύνταγμα και δεν αντιτίθεται στο άρθρο 4, παρ. 5, του Συντάγματος, αλλά συμπληρώνει απλώς το, από τις πάγιες διατάξεις του περί φορολογίας εισοδήματος ν.δ. 3323/1955, οριζόμενο υποκειμενικό σύστημα προσδιορισμού του εισοδήματος».


Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι αν τα κριτήρια του νόμου είναι μαχητά ή αμάχητα. Για το θέμα αυτό ο νόμος, όπως ισχύει σήμερα, δεν επιτρέπει ανταπόδειξη παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανωτέρας βίας.


Και ενώ ο νόμος δεν επιτρέπει κατάρριψη των κριτηρίων παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στην αίτηση αναιρέσεώς του ο γενικός επίτροπος υποστηρίζει ότι η πρόβλεψη του νόμου να είναι τα αντικειμενικά κριτήρια αμάχητα δεν είναι ορθή.


Τάσσεται εμμέσως πλην σαφώς υπέρ της θέσης ότι ο φορολογούμενος πρέπει να έχει το δικαίωμα να καταρρίπτει ενώπιον της Δικαιοσύνης τα κριτήρια του νόμου για τη φορολόγησή του επικαλούμενος στοιχεία για μικρότερο εισόδημα, καθώς και λόγους που αφορούν την προσωπική του κατάσταση, αλλά και τις συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησής του.


Η θέση του γενικού επιτρόπου, αν γίνει δεκτή, όπως σχολίαζαν δικαστικές πηγές, ουσιαστικά καταργεί την ακαμψία του νόμου και εξομαλύνει τις όποιες αδικίες δημιουργεί, μια και στα δικαστήρια πλέον ο πολίτης θα μπορεί να αποδείξει το αντίθετο από εκείνο που ο νόμος ορίζει.

Scroll to Top