Οι ανθρώπινες τραγωδίες, οι προσωπικές μαρτυρίες φρίκης, απόγνωσης και οδύνης όσων επέζησαν από την πύρινη κόλαση της φωτιάς στο Μάτι κατατάσσουν τη δίκη για τους υπευθύνους της φονικής πυρκαγιάς σε εκείνες τις δίκες που σπανιότατα μπορεί να διεξαχθούν. Σε καθημερινή βάση κατά τη διάρκεια της δίκης, η μία ιστορία είναι πιο σκληρή από την άλλη, καθώς μάρτυρες, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, ανεβαίνουν στο βήμα για να περιγράψουν όσα ανθρώπινος νους δεν χωράει.
Η Αριάδνη Καλεγιαννάκου, που έχασε τον γιο της, τους γονείς της και τον αδελφό της στην κόλαση της φωτιάς, συγκλόνισε το ακροατήριο, στο οποίο, όταν κατέθεταν χθες οι συνολικά οκτώ μάρτυρες, ακούγονταν μόνον λυγμοί και βουβά κλάματα.
Η μάρτυρας ανέφερε πως το τραγικό αποτέλεσμα με την εκατόμβη των νεκρών δεν προήλθε μόνον από κακό συντονισμό και βαριές αμέλειες, αλλά και από δόλο. «Οι άνθρωποι αυτοί», είπε, «ήταν επιφορτισμένοι με την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και παρ’ όλα αυτά φέρθηκαν με τόσο απάνθρωπο τρόπο και άφησαν συμπολίτες τους στο έλεος του Θεού. Στον βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών έκαψαν το παιδί μου, τους γονείς μου και τον αδελφό μου. Ενα οκτάχρονο παιδί να είχαν βάλει να το διαχειριστεί, θα το είχε κάνει πολύ καλύτερα, όχι αυτοί», τόνισε η γυναίκα που έζησε από τύχη και η ίδια και ο σύζυγός της, ο οποίος πήρε στη συνέχεια τη σκυτάλη των μαρτυρικών καταθέσεων.
Ο Αναστάσιος Αλεξόπουλος εμφανώς φορτισμένος περιέγραψε πως όταν το παιδί του τελικά ταυτοποιήθηκε ανάμεσα στους νεκρούς, έφτασε στο σημείο να ζητήσει από το γραφείο κηδειών να φωτογραφίσουν την καμένη σορό του γιατί δεν άντεχε, δεν μπορούσε να αποδεχθεί τι είχε συμβεί. Το άτυχο παιδάκι εγκλωβίστηκε με τους παππούδες του από την πύρινη λαίλαπα και βρήκαν όλοι τραγικό θάνατο. «Τελικά κατέληξαν σε ένα χωράφι και κάηκαν ζωντανοί σαν τα ποντίκια. Γιατί άφησαν τον κόσμο να καεί; Γιατί; Γιατί; Γιατί;».
«Δεν υπήρχε κανείς»
Την οδύνη της για την απώλεια της οικογένειάς της κατέθεσε η Μαρία Αβραμίδου, που έχασε τη μητέρα της, την αδελφή της, τον γαμπρό της και τον ανιψιό της, ενώ η ίδια γλίτωσε από θαύμα, όπως και η κόρη της, γιατί έφυγαν –κατά τύχη– νωρίτερα από τη φλεγόμενη περιοχή. «Μέχρι τότε ένιωθα ότι ζω σε ένα κράτος που ήταν κοντά μας», είπε η μάρτυρας, «αλλά εκείνη την ημέρα δεν υπήρχε κανείς. Δεν θα ήθελα να κατηγορηθεί κάποιος αθώος. Ομως, σαν απλή δικαίωση διεκδικώ όποιος δεν έκανε καλά τη δουλειά του να τιμωρηθεί για όλες τις ψυχές που χάθηκαν. Είμαστε ζωντανοί νεκροί. Εχει αλλάξει η ζωή μας. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι έφυγαν μόνοι τους οι άνθρωποί μου, αβοήθητοι. Εγώ με την κόρη μου κατά τύχη ζούμε», κατέθεσε η μάρτυρας.
Ακολούθησε στο βήμα του μάρτυρα ο ανιψιός της, που έχασε τον αδελφό του, τους δύο γονείς του και τη γιαγιά του. Το παιδί γλίτωσε από τύχη γιατί ήταν εκτός Αθηνών. Στο πλευρό του βρέθηκαν χθες στη δίκη φίλοι του, ενώ το ακροατήριο σηκώθηκε όρθιο σε ένδειξη σεβασμού στη μνήμη των γονέων, του αδελφού του και της γιαγιάς του που χάθηκαν στην κόλαση της φωτιάς. Ο 22χρονος σήμερα Δημήτρης Κατσουλάκης συγκλόνισε περιγράφοντας τις προσπάθειες που έκανε για να εντοπίσει την οικογένειά του και την οδύνη της απώλειας των δικών του που έχει καθορίσει ισόβια τη ζωή του.