Πολιτικός ή δικαστής;

H αντίδραση του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, που είναι ο πρόεδρος του Τμήματος του ανωτάτου δικαστηρίου το οποίο θα κρίνει προσεχώς την εκλογική τύχη του κόμματος Κασιδιάρη, να επικρίνει δημόσια τον νόμο για τον οποίο ο ίδιος επρόκειτο να αποφασίσει και να ψηφίσει, είναι πρωτοφανής στα δικαστικά χρονικά.

Ολοι οι δικαστικοί, και κατά μείζονα λόγο οι ανώτατοι, δεν είναι νοητό να μιλούν δημόσια και να αποκαλύπτουν, πριν δικάσουν, τη δικαστική τους ψήφο για ένα θέμα που πρόκειται να τους απασχολήσει σε διάσκεψη. Η μυστικότητα της δικαστικής ψήφου είναι κάτι που έως σήμερα, τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετέπειτα, έχει χωρίς εξαίρεση τηρηθεί.

Τι ήταν όμως εκείνο που ώθησε έναν ανώτατο δικαστή, της εμπειρίας και νομικής επάρκειας του Χρήστου Τζανερίκου, δημόσια να καταγγείλει ως παρέμβαση στη Δικαιοσύνη και ως πρωτοφανή τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, με την οποία προβλέπεται να μετέχουν στην κρίση για το κόμμα Κασιδιάρη όλοι οι δικαστές του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου και όχι μόνον πέντε, όπως γινόταν έως τώρα;

Γιατί με τη ρύθμιση (ψηφίζεται σήμερα από τη Βουλή) δεν εξαιρείται κανένας δικαστής, ούτε γίνεται κάποια επιλογή, απλά ορίζονται όλοι οι δικαστές να δικάσουν, για να είναι η όποια δικαστική απόφαση ισχυρή και να μην μπορεί -καθ’ οιονδήποτε τρόπο– να αμφισβητηθεί.

Τι μπορεί να ήταν εκείνο που οδήγησε έναν αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου –ο οποίος τελικά παραιτήθηκε από τη Δικαιοσύνη–, που για ένα θέμα καθαρά πολιτικό, το οποίο κρίνεται δικαστικά, να μιλήσει δημόσια, μπορεί να ακουστούν πολλά και να ειπωθούν ακόμη περισσότερα.

Ομως, στο βάθος, ανεξάρτητα από το ποια ήταν τα κίνητρα του κ. Τζανερίκου, εκείνο που αναδεικνύεται με τη δημόσια δήλωσή του είναι το εξής θεσμικά σοβαρό θέμα. Αυξάνονται όσο περνούν τα χρόνια οι δικαστές εκείνοι που θέλουν να ανακατεύονται με τα έργα άλλων πολιτειακών λειτουργιών. Αυξάνονται εκείνοι που όχι μόνον πολιτικολογούν, αλλά επί της ουσίας επιθυμούν αφανώς να πολιτεύονται ή να ασκούν επιρροή στα πολιτικά πράγματα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι πάρα πολλές ενέργειες και κρίσεις της Δικαιοσύνης παράγουν πολιτικές συνέπειες και ως εκ τούτου είναι πολιτικές. Ομως, άλλο οι πολιτικές συνέπειες μιας δικαστικής κρίσης και άλλο η υποταγή της δικαστικής κρίσης στην πολιτική.

Εχουν περάσει πάνω από τρεις αιώνες από τότε που ο Μοντεσκιέ μίλησε για διάκριση εξουσιών και οι σχέσεις Δικαιοσύνης και πολιτικής πλέον έχουν καταστεί και σύνθετες και θεσμικά ευαίσθητες. Αλλά ο δικαστής σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι πολιτικός, όπως και ο πολιτικός –διότι αυτό συμβαίνει πολύ συχνά– δεν μπορεί να κάνει τον δικαστή. Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι οι δικαστές δεν έχουν πολιτικές θέσεις και πολιτικές τοποθετήσεις, ότι δεν οφείλουν να συνεργάζονται ανάλογα με τα καθήκοντά τους με πολιτικούς, νομοθετικούς παράγοντες κ.λπ. Αλλο το ένα κι άλλο το άλλο. Οι δικαστές ό,τι πιστεύουν, ό,τι νομίζουν, ό,τι σκέπτονται το εκφράζουν με τη δικαστική τους ψήφο. Ποτέ δημόσια. Ποτέ προκαταβολικά!

Scroll to Top