Παράνομες οι καταλήψεις των δρόμων

Η εποχή όπου το δίκιο του εργάτη είχε αναχθεί σε άγραφο, πλην ισχυρότατο νόμο, τον οποίον ουδείς και για κανένα λόγο δεν μπορούσε να παραβεί, φαίνεται ότι φθάνει στο τέλος της. Στο λυκαυγές ενός αιώνα που έρχεται και μιας πλημμυρίδας αλλαγών που είναι πλέον ορατές οι διεκδικήσεις των δίκαιων (ή υπερβολικών καμιά φορά) αιτημάτων επαγγελματικών κατηγοριών και εργαζομένων δεν είναι δυνατόν να ασκούνται με λογικές που τείνουν να είναι όχι απλά ξεπερασμένες αλλά και παράνομες!


Το παράνομον του πράγματος ίσως να μη συγκινούσε και τόσο τις διωκτικές αρχές αλλά και εκείνους που βρίσκουν ότι το κλείσιμο των δρόμων, ο αποκλεισμός εθνικών οδών και η ματαίωση κάθε οικονομικής δραστηριότητας στις πόλεις αλλά και στην ύπαιθρο είναι ο καλύτερος τρόπος πίεσης για την ικανοποίηση ποικιλώνυμων αιτημάτων αν το παράνομον δεν είχε και κόστος για το κράτος. Διότι, ως γνωστόν, οι πολίτες αλλά και το Δημόσιο αντιλαμβάνονται εναργέστερα την παρανομία όταν καλούνται να πληρώσουν γι’ αυτήν! Και εδώ ίσως βρίσκεται η λύση του προβλήματος· ενός προβλήματος που έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις που έχει καταστεί πλέον ο καθημερινός εφιάλτης για χιλιάδες εργαζομένους της πρωτεύουσας και το οποίο από καιρού εις καιρόν οδηγεί σε διχοτόμηση τη χώρα.


Υπάρχει τρόπος, θα αναρωτηθεί δικαίως κάποιος, να περιορισθεί η καθημερινή οδύσσεια των κατοίκων αυτής της πόλης και να αποφεύγονται τα θλιβερά φαινόμενα οι εθνικοί δρόμοι να κλείνουν για ημέρες και η χώρα να θυμίζει κράτος σε εμπόλεμη κατάσταση; Η απάντηση έρχεται από το Λουξεμβούργο, από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο εξέδωσε πρόσφατα μια βαρυσήμαντη απόφαση, απόφαση που θέτει και τις αρμόδιες αρχές της χώρας μας προ των ευθυνών τους. Και σαν να μην έφθανε η απόφαση του ΔΕΚ που κρίνει ότι όποιος «κόβει» τη χώρα στα δύο και εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία στους εθνικούς δρόμους παρανομεί και θα πληρώνει, πολίτες της Αθήνας, απελπισμένοι από το μαρτύριο που καθημερινά υφίστανται όταν το κέντρο της πόλης «καταλαμβάνεται» από εργαζομένους (συνήθως κάποιες εκατοντάδες), πήραν την τύχη στα χέρια τους!


Προσέφυγαν στα δικαστήρια και ζήτησαν αποζημιώσεις από το κράτος για τις ζημίες που τους προκάλεσαν πορείες, διαδηλώσεις και ό,τι συνήθως ακολουθεί (φθορές, καταστροφές, βανδαλισμοί από τους γνωστούς αγνώστους). Και ενώ ο δρόμος για τη δικαστική προστασία των πολιτών αυτής της πόλης άνοιξε, το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας (26ο Τμήμα) εξέδωσε ήδη απόφαση δικαίωσης ιδιώτη και καταδίκασε το κράτος με ένα σκεπτικό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Η δικαστική απόφαση την οποία θα «μιμηθούν» και άλλοι δικαστικοί σχηματισμοί των Διοικητικών Δικαστηρίων έκρινε ότι πρέπει να δοθεί αποζημίωση διότι κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού μας Κώδικα «διαπιστώνεται παράλειψη των οργάνων της δημοσίας τάξεως».


* Μέτρα από το υπουργείο Δημόσιας Τάξης


Ούτως εχόντων των πραγμάτων, διαφαίνεται κάποιο φως στο τούνελ της ανείπωτης ταλαιπωρίας που βιώνουν σχεδόν κάθε ημέρα χιλιάδες εργαζόμενοι σε αυτή την πόλη όταν τα πάντα παραλύουν από τη διαδήλωση πενήντα ή εκατό ανθρώπων που κλείνουν τους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για το δίκαιο αιτημάτων τους. Το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει λάβει γνώση του περιεχομένου της πρόσφατης απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και ο υπουργός κ. Γ. Ρωμαίος αλλά και ο γενικός γραμματέας κ. Γ. Παπαδογιαννάκης φέρονται αποφασισμένοι να εναρμονισθούμε ως χώρα με όσα η απόφαση του ΔΕΚ επιτάσσει. «Συμπορευόμεθα με την απόφαση», δηλώνει προς «Το Βήμα» ο κ. Παπαδογιαννάκης, «και τούτο καταδεικνύεται και από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των αγροτών, όταν η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης έπραξε το παν ώστε να διευκολυνθεί η κυκλοφορία στους εθνικούς δρόμους αποστέλλοντας προς τούτο ισχυρότατες αστυνομικές δυνάμεις».


Εκείνο όμως που προβληματίζει και αποτελεί χωρίς υπερβολή το μόνιμο «άγχος» της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Δημόσιας Τάξης είναι το πώς και με ποιους τρόπους θα αποτελέσει παρελθόν το καθημερινό «έμφραγμα» της πόλης από πορείες ολίγων ως συνήθως διαδηλωτών οι οποίοι παραλύουν την οικονομική δραστηριότητα και δημιουργούν φαινόμενα πανικού και «τρέλας» στους κατοίκους μιας πόλης που έτσι κι αλλιώς δεν φημίζεται για την ποιότητα ζωής που προσφέρει. Δύο συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα (η μία στο Δημόσιας Τάξης και η άλλη στο ΥΠΕΧΩΔΕ) με τους αρμόδιους φορείς (ΓΣΕΕ κ.ά.) σε αυτό ακριβώς στόχευαν: στο πώς θα εξαλειφθεί το θλιβερό φαινόμενο της απονέκρωσης για ώρες της πόλης, χωρίς ωστόσο να παραβλάπτονται συνταγματικά δικαιώματα, όπως εκείνα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι.


Η αναζήτηση ποιότητας ζωής για τους κατοίκους της πρωτεύουσας αλλά και άλλων μεγάλων πόλεων είναι το ζητούμενο. Το υπουργείο Δημόσιας Τάξης μελετά, λοιπόν, μέτρα που θα συμβάλουν ώστε να τεθεί τάξη στο χάος που σήμερα επικρατεί. Οι απεργίες της εβδομάδας


Οι πρώτες αντιδράσεις των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ για τις επικείμενες αλλαγές στο εργασιακό καθεστώς εκδηλώνονται αυτή την εβδομάδα στον ΟΣΕ. Συγκεκριμένα, αύριο Δευτέρα και την Τρίτη η Ομοσπονδία σιδηροδρομικών έχει προγραμματίσει στάσεις εργασίας σε όλες τις βάρδιες (από 03.00 ως 06.00, από 12.00 ως 15.00 και από 20.00 ως 22.00). Η Ομοσπονδία διαμαρτύρεται για την περικοπή δρομολογίων, την κατάργηση βαρδιών και υπερωριών και τη μη υλοποίηση βασικών όρων της τελευταίας σύμβασης. Την Τρίτη απεργούν και οι οικοδόμοι της χώρας, διεκδικώντας μέτρα για την αντιμετώπιση της ανεργίας του κλάδου και βελτίωση του συνταξιοδοτικού τους καθεστώτος. Το σκεπτικό της απόφασης


Ας δούμε πώς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άνοιξε τους δρόμους για διαφορετική αντιμετώπιση εκείνων που αποφασίζουν να τους κλείνουν δημιουργώντας συνθήκες ομηρείας για ιδιώτες αλλά και για το κράτος. Η υπόθεση που απασχόλησε τους ευρωπαίους δικαστές ξεκίνησε από μια προσφυγή που κατέθεσε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Επιτροπή στρεφόταν κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας αξιώνοντας την καταδίκη της γιατί δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφευχθούν το κλείσιμο των δρόμων από γάλλους αγρότες και η παρεμπόδιση της κυκλοφορίας χιλιάδων πολιτών στις κεντρικές οδικές αρτηρίες της Γαλλίας. Μάλιστα η Επιτροπή είχε αναπτύξει στην πολυσέλιδη προσφυγή της ότι, παρά το γεγονός πως είχε επιστήσει την προσοχή στους αρμόδιους φορείς του γαλλικού κράτους να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο του κλεισίματος των δρόμων, ουσιαστικά τη στάση των γαλλικών αρχών στις αγροτικές κινητοποιήσεις χαρακτήριζε η απάθεια, η αδράνεια και η λεκτική καταδίκη.


Την προσφυγή της Επιτροπής, η οποία δικάστηκε τον περασμένο Ιούνιο ­ η σχετική απόφαση εκδόθηκε τον Δεκέμβριο και κοινοποιήθηκε στη χώρα μας στις 15 Ιανουαρίου 1998 ­, υποστήριξαν η Ισπανία αλλά και η Βρετανία και η Βόρειος Ιρλανδία, επικαλούμενες ως έννομο συμφέρον ­ τι άλλο; ­ την παρεμπόδιση διακίνησης προϊόντων τους στις χώρες της Ευρώπης λόγω του κλεισίματος των δρόμων από τους γάλλους αγρότες.


Η Γαλλία στο Δικαστήριο έδωσε μάχη για να αποφύγει την καταδίκη και το οικονομικό κόστος που συνεπάγεται. Εκπροσωπήθηκε από νομικούς οι οποίοι εργάζονται σε υψηλές θέσεις του υπουργείου Εξωτερικών και υπεραμύνθηκε της άποψης ότι έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να μην παρεμποδίζεται η κυκλοφορία στο εθνικό και στο επαρχιακό της δίκτυο από κινητοποιήσεις (των αγροτών της εν προκειμένω) και ότι είχε θεσπίσει νόμο σύμφωνα με τον οποίο το γαλλικό κράτος έδιδε αποζημιώσεις σε όποιον αποδείκνυε ζημία από τις κινητοποιήσεις και το κλείσιμο των δρόμων. Παρ’ όλα αυτά, όμως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κάθε κράτος – μέλος το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο για την τήρηση της δημόσιας τάξης στην επικράτειά του δεν μπορεί να επικαλείται οτιδήποτε και να παραβιάζει στην πράξη βασικές διατάξεις της Συνθήκης, όπως το άρθρο 30 που επιβάλλει την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, υπηρεσιών και πολιτών ανάμεσα στις χώρες της Ενωσης.


Η Γαλλία, λοιπόν, έχασε τη δίκη και το ΔΕΚ άνοιξε νέους δρόμους για την αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων. Για την ιστορία η απόφαση φέρει τον τίτλο «C-265/95. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων κλπ. Εμπόδια οφειλόμενα σε ενέργειες ιδιωτών. Υποχρεώσεις των κρατών – μελών».

Scroll to Top