«Για πολιτική υπόθεση» και «πολιτική δίωξη» κάνει λόγο ο πρώην υπουργός Επικρατείας επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παππάς σε δήλωση του πριν την αγόρευση – πρόταση της Εισαγγελέως Ολγας Σμυρλή ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου.
Ο πρώην υπουργός που δικάζεται για παράβαση καθήκοντος με συγκατηγορούμενο τον επιχειρηματία Χρήστο Καλογρίτσα για την υπόθεση του διαγωνισμού των τηλεοπτικών αδειών, στη δήλωση του μεταξύ άλλων αναφέρει.
«Θεωρώ χρέος μου να καταθέσω ενώπιον σας την εκτίμηση μου. Η θέση μου για την παρούσα υπόθεση είναι από την αρχή της ξεκάθαρη. Είναι μία υπόθεση πολιτική και την αντιμετωπίζω πολιτικά.
Άμα τη γενέσει τηςκατέστη πασίδηλο ότι η παρούσα υπόθεσηήταν και είναι μία προσπάθεια των πολιτικών μου αντιπάλων να πλήξουν εμένα προσωπικά καθώς και το Κόμμα, στο οποίο ανήκω. Η θέση μου αυτή έχει εμφατικά επιβεβαιωθεί.
Κατηγορήθηκα από τους πολιτικούς μου αντιπάλους μέχρι και για δωροληψία σε ένα διαγωνισμό που φρόντισα να φέρει στο Ελληνικό Δημόσιο εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ,όταν οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν ελάμβαναν οποιοδήποτε ποσό για ένα δημόσιο αγαθό. Και για πρώτη φορά στην Κοινοβουλευτική Ιστορία οι πολιτικοί διώκτες μου αναγκάστηκαν να αποσύρουν την εν λόγω ατιμωτική κατηγορία, που οι ίδιοι κατασκεύασαν».
Αναλυτικά, η δήλωση του κ. Παππά έχει ως εξής:
«Κυρίες και κύριοι Δικαστές,
Η διαδικασία ενώπιον Σας ολοκληρώνεται σε σύντομο χρόνο και με πολλές παραδοξότητες.
Είναι η πρώτη φορά στην ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία, που συγκροτήθηκε Ειδικό Δικαστήριο, αποτελούμενο από 21 ανώτατους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, για να εκδικάσει μία υπόθεση πλημμελήματος.
Είναι η πρώτη φορά που ένα Ειδικό Δικαστήριο εκδικάζει ενέργειες υπουργού που όχι μόνο δεν προξένησαν οικονομική ζημία στο ελληνικό Δημόσιο αλλά πολύ περισσότερο του απέφεραν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Είναι η πρώτη φορά που κατηγορούμενος είναι κάποιος που με τις ενέργειές του συνέβαλε αποφασιστικά να εισπράξει το ελληνικό Δημόσιο εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και όχι αυτοί που αδράνησαν κατά τα προηγούμενα χρόνια να τα εισπράξουν.
Είναι η πρώτη φορά που κατηγορούμενος είναι κάποιος που με τις ενέργειές του συνέβαλε αποφασιστικά να εφαρμοστεί το Σύνταγμα και η νομιμότητα και όχι αυτοί που αδράνησαν κατά τα προηγούμενα χρόνια να το εφαρμόσουν.
Είναι δηλαδή η πρώτη φορά που ένα Ειδικό Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί εάν η είσπραξη για το ελληνικό Δημόσιο εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ και η εφαρμογή της νομιμότητας ήταν ή έγιναν με παράνομο τρόπο.
Οι παραδοξότητες και οι αντιφάσεις ωστόσο δεν σταματάνε εδώ.
Πρώτον. Η παρούσα υπόθεση ξεκίνησε με μήνυση του συγκατηγορουμένου μου, ο οποίος υποστηρίζει την αθωότητα του αλλά ταυτόχρονα και την “αλήθεια” των ισχυρισμών του, που τον κατέστησαν κατηγορούμενο.
Δεύτερον. Συνήγορος τού συγκατηγορούμενού μου, ο οποίος εκ θέσεως πρέπει να υπερασπίζεται την αθωότητα του πελάτη του, είναι μέλος του Κοινοβουλίου. Ταυτόχρονα όμως, το ίδιο μέλος του Κοινοβουλίου έχει ψηφίσει στην ελληνική Βουλή υπέρ της δίωξης μου και κατ’ αποτέλεσμα και του πελάτη του. Ο ασκήσας τη δίωξή μου αγωνίζεται για την αθωότητα του συγκατηγορούμενου μου. Όντας και παραμένοντας πολιτικός αντίπαλός μου.
Και τρίτον ο αρχικά μηνυτής μου και στο δικαστήριο σας συγκατηγορούμενος μου ισχυρίζεται ότι αδικήθηκε, ενώ την ίδια στιγμή οι πολιτικοί μας αντίπαλοι και διώκτες μου αλλά και η σε βάρος μου κατηγορία διατυπώνουν τον ισχυρισμό ότι ευνοήθηκε. Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να ισχύουν και τα δύο.
Η διαδικασία ενώπιόν σας ήταν σύντομη. Οι περισσότεροι μάρτυρες ολοκλήρωσαν τις καταθέσεις τους σε πολύ σύντομο χρόνο.
Υπό το βάρος της ένορκης κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου σας, άλλοι μετρίασαν τις καταθέσεις τους ή ακόμα και ανέτρεψαν όσα είχαν γράψει και πει δημοσίως.
Άλλοι πάλι κατέθεσαν ότι δεν μπορούν να βεβαιώσουν δική μου παράνομη εμπλοκή, ή ακόμα περισσότεροι βεβαίωσαν ότι δεν έχουν καμία γνώση για δική μου παρέμβαση υπέρ του συγκατηγορούμενου μου.
Κυρίες και κύριοι Δικαστές,
Θεωρώ χρέος μου να καταθέσω ενώπιον σας την εκτίμηση μου. Η θέση μου για την παρούσα υπόθεση είναι από την αρχή της ξεκάθαρη. Είναι μία υπόθεση πολιτική και την αντιμετωπίζω πολιτικά.
Άμα τη γενέσει της κατέστη πασίδηλο ότι η παρούσα υπόθεση ήταν και είναι μία προσπάθεια των πολιτικών μου αντιπάλων να πλήξουν εμένα προσωπικά καθώς και το κόμμα στο οποίο ανήκω. Η θέση μου αυτή έχει εμφατικά επιβεβαιωθεί.
Κατηγορήθηκα από τους πολιτικούς μου αντιπάλους μέχρι και για δωροληψία σε έναν διαγωνισμό που φρόντισα να φέρει στο ελληνικό Δημόσιο εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, όταν οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν ελάμβαναν οποιοδήποτε ποσό για ένα δημόσιο αγαθό. Και για πρώτη φορά στην κοινοβουλευτική ιστορία οι πολιτικοί διώκτες μου αναγκάστηκαν να αποσύρουν την εν λόγω ατιμωτική κατηγορία, που οι ίδιοι κατασκεύασαν.
Ήδη από το στάδιο της Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής, οι πολιτικοί μου αντίπαλοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τις καταθέσεις των μαρτύρων με τη χρήση αποσπασμάτων τους και τη διαστρέβλωση του περιεχομένου τους, ώστε με τη συνδρομή των ουκ ολίγων φιλικά προσκείμενων σε αυτούς μέσων μαζικής ενημέρωσης να με κατασυκοφαντήσουν και να εξυπηρετήσουν τις μικροπολιτικές τους επιδιώξεις.
Μάρτυρες αυτής της προσπάθειας, κυρίες και κύριοι Δικαστές, υπήρξατε ιδίοις όμμασι και ωσίν και εσείς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του δικαστηρίου σας διαπιστώσατε τις διαστρεβλώσεις, που υπήρξαν σε μεγάλη μερίδα των μέσων ενημέρωσης για όσα έγιναν και όσα ειπώθηκαν ενώπιόν σας, αλλά και την ετοιμότητα των πολιτικών μου αντιπάλων και διωκτών γι’ αυτό. Πριν καν ολοκληρωθεί η εξέταση των μαρτύρων, λες και ήταν έτοιμοι από καιρό, εξέδιδαν ανακοινώσεις, ακόμη και διά του κυβερνητικού εκπροσώπου, με περιεχόμενο τις διαστρεβλώσεις των καταθέσεων μαρτύρων αλλά και τις στρατευμένες όψιμες καταθέσεις άλλων ή/και των ίδιων μαρτύρων.
Δυστυχώς η Δικαιοσύνη εργαλειοποιήθηκε από τους πολιτικούς μου αντιπάλους ήδη από το στάδιο της Προανακριτικής Επιτροπής και η εργαλειοποίησή της συνεχίσθηκε και συνεχίζεται με επίταση και στην παρούσα δίκη. Είναι πλέον αυταπόδεικτο ότι επιδίωξη τους ήταν και είναι να εξυπηρετηθούν οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες τους, η δημιουργία πολιτικής αντιπαράθεσης και ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης από τα πραγματικά πολιτικά και νομικά σκάνδαλα που κυριαρχούν και η δημιουργία ψευδών πολιτικών συμψηφισμών σε αυτά, και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο.
Σε αυτή την εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης αρνήθηκα εξαρχής να συμμετάσχω. Η παρουσία μου ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου αποτελούσε την πολιτική ονείρωξη και την κυρίαρχη επιδίωξη των πολιτικών διωκτών μου. Γιατί η παρουσία μου ενώπιόν σας θα νομιμοποιούσε την μικροπολιτική προσπάθεια τους. Έτσι, κυρίες και κύριοι Δικαστές η μη φυσική παρουσία μου ενώπιον σας, παρότι αποτελεί δικαίωμα μου, δεν αποτελεί ούτε οφείλεται σε έλλειψη σεβασμού και πολύ περισσότερο δεν αποτελεί περιφρόνηση προς εσάς. Αντιθέτως, αποτελεί την απόδειξη του σεβασμού μου πρώτ’ απ’ όλα σε εσάς και στον ίδιο το θεσμό της Δικαιοσύνης. Ενδεχομένως με την φυσική μου παρουσία κάποιοι να κέρδιζαν μερικά λεπτά δημοσιότητας παραπάνω. Δεν θα εξυπηρετούσε όμως την αλήθεια αλλά και την ομαλή διεξαγωγή της δίκης.
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω καλείστε να αποφανθείτε. Και μάλιστα υπό το φως της ανωτέρω προκλητικής προσπάθειας πολιτικής εργαλειοποίησης της παρούσας δίκης. Ωστόσο, είμαι απολύτως βέβαιος ότι σε μία αμιγώς πολιτική δίκη θα αποφασίσετε αμιγώς νομικά. Είμαι απολύτως βέβαιος ότι, όπως οι πολιτικοί μου αντίπαλοι δικαστικοποίησαν την πολιτική ζωή, εσείς θα νομικοποιήσετε την πολιτική ζωή.
Καλείστε να αποφανθείτε, για μία υπόθεση κατά την οποία το δημόσιο εισέπραξε για πρώτη φορά χρήματα τα οποία θα έπρεπε να εισπράττει από το 1989 και μετά. Δεν δαπάνησε χρήματα όπως συνέβη στις υποθέσεις τής NOVARTIS και της SIEMENS. Δεν βρέθηκαν σε μένα αδιευκρίνιστα ποσά, δεν χάθηκε το όνομά μου στη μετάφραση.
Κυρίες και κύριοι Δικαστές,
Έχω κάνει το καθήκον μου. Υπερασπίστηκα το δημόσιο συμφέρον. Το Δημόσιο κάθε άλλο παρά ζημιώθηκε στην υπόθεση, για την οποία δικάζετε. Η κυβέρνηση της οποίας είχα την τιμή να είμαι μέλος έδωσε μία τιτάνια μάχη και επέβαλλε την τήρηση του Συντάγματος. Μια μάχη η οποία δεν είχε δοθεί ποτέ από το 1989 και μετά».