ΕΙΝΑΙ ένας φόβος διαλυτικός! Ενας φόβος που πλανάται πάνω από την πόλη, τρυπώνει στις ψυχές μας, αλλοιώνει τον χαρακτήρα μας, διαπερνά την καθημερινότητά μας, τρομάζει τον ύπνο μας και μας κάνει να πιστεύουμε ότι εμείς θα είμαστε το επόμενο θύμα!
Είναι ένας φόβος που μας αποσυντονίζει, που μας κάνει ξενόφοβους, καχύποπτους, μοναχικούς και ενίοτε βίαιους. Είναι ο φόβος, η ανασφάλεια που προκαλεί το «μπουμ» της εγκληματικότητας που καθημερινά όλοι βιώνουμε σαν μια νέα πραγματικότητα, που απεικονίζεται με τη φράση των απλών πολιτών «έγινε και η Αθήνα Σικάγο».
Οι ξεκλείδωτες πόρτες και το ανέμελο περπάτημα τη νύχτα στην πρωτεύουσα και στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις ακόμη και στις κωμοπόλεις και στα χωριά είναι πια παρελθόν. Τα συστήματα ασφαλείας, οι συναγερμοί, το καθημερινό άγχος μήπως είμαστε αύριο εμείς τα θύματα μιας κλοπής, μιας ληστείας κυριαρχούν παντού.
ΜΙΑ έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών (του Τομέα Ποινικών Επιστημών), την οποία επιμελήθηκε η εγκληματολόγος κυρία Χριστίνα Ζαραφωνίτου, αποδεικνύει αυτό που όλοι διαισθανόμαστε: ότι οι ημέρες ηρεμίας και ασφάλειας στη χώρα μας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Στην έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας παρουσιάζουμε σήμερα (ιδιαιτέρως σημαντικά και ενδιαφέροντα), καταγράφονται στοιχεία και στατιστικά δεδομένα αλλά και συμπεράσματα που φωτίζουν το κύμα ανασφάλειας που γεννά στους πολίτες η έξαρση της εγκληματικότητας.
Ο φόβος των πολιτών ότι μπορεί να είναι τα επόμενα θύματα μιας ανέλεγκτης εγκληματικότητας λειτουργεί με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου. Πάντα απέχει από την πραγματικότητα. Φοβόμαστε: αυτό προκύπτει από τις έρευνες περισσότερο από όσο αντικειμενικά πρέπει. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια χώρα όπου το έγκλημα έχει παράδοση και καθορίζει την κοινωνική συμπεριφορά των πολιτών, σε έρευνα που έγινε, διαπιστώθηκε ότι, ενώ 0,009% του πληθυσμού έπεσε θύμα ανθρωποκτονίας, το 17% φοβόταν έντονα ότι θα δολοφονηθεί κι ακόμη, ενώ το 0,06% των γυναικών υπήρξαν θύματα βιασμού, το 55% φοβάται ότι θα αντιμετωπίσει κάποια στιγμή τον βιαστή του!
Ποιοι είναι εκείνοι οι παράγοντες που αυξάνουν τον φόβο μας από τα εγκλήματα που καθημερινά γίνονται και μας τρομάζουν; Η κυρία Χριστίνα Ζαραφωνίτου στην έρευνα «ακτινογραφεί» τους φόβους μιας κοινωνίας που πρέπει να μάθει να ζει και με το έγκλημα και απαριθμεί τους παράγοντες που λειτουργούν σαν μαγιά και φουσκώνουν την ανασφάλειά μας. «Ο ρόλος των ΜΜΕ, κυρίως της τηλεόρασης, με τη δραματοποιημένη παρουσίαση θεμάτων βίαιης εγκληματικότητας, η έντονη αμφισβήτηση του συστήματος ποινικής καταστολής (ανυπαρξία ή ανεπάρκεια των αστυνομικών αρχών) και η κρίση εμπιστοσύνης προς τη Δικαιοσύνη είναι εκείνοι οι παράγοντες που αυξάνουν τους φόβους και την ανασφάλεια των πολιτών ενώ διαμορφώνουν έντονα τιμωρητικές στάσεις οι οποίες εκφράζονται συνήθως με την απαίτηση μεγαλύτερης και αυστηρότερης αντιμετώπισης απέναντι στους δράστες αξιοποίνων πράξεων». Οι επισημάνσεις της κυρίας Ζαραφωνίτου επιβεβαιώνονται από την έρευνα όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς. Μια έρευνα στη χώρα μας έδειξε ότι το 47% και το 59% των πολιτών αντιστοίχως πιστεύει πως οι δικαστές μας δεν είναι αδέκαστοι και ανεξάρτητοι!
Πού και ποιοι φοβούνται περισσότερο
ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ της Αθήνας και των μεγάλων αστικών κέντρων είναι εκείνοι που φοβούνται περισσότερο. Είναι εκείνοι που ζουν με τον φόβο πως ενδέχεται να πέσουν θύματα οποιασδήποτε εγκληματικής συμπεριφοράς.
Λιγότερο φοβούνται οι κάτοικοι της επαρχίας, εκείνοι που μένουν στις μικρές πόλεις και κωμοπόλεις της υπαίθρου και στα χωριά. Το «γιατί» οι κάτοικοι της πρωτεύουσας ζουν με τον φόβο του εγκλήματος είναι επιστημονικά εξηγήσιμο. Οσο πιο πολυάριθμη είναι η πόλη όπου ζούμε, αυτό λένε διεθνώς τα στατιστικά, τόσο αυξάνεται και ο φόβος μας για ενδεχόμενη θυματοποίησή μας. «Η ανωνυμία που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες πόλεις, η εξασθένηση της κοινωνικής αλληλεγγύης και της έννοιας της κοινότητας σε συνδυασμό με τα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα των κατοίκων συνθέτουν τα βασικά σημεία της υποβάθμισης της ζωής» επισημαίνει η κυρία Ζαραφωνίτου, η οποία συμπεραίνει από την έρευνά της ότι οι παράγοντες αυτοί είναι εκείνοι που αυξάνουν τους φόβους μας.
Μια συγκριτική έρευνα άλλωστε ανάμεσα στους κατοίκους του Τέξας και σε αυτούς της πόλης Μπάντεν της Γερμανίας αυτό ακριβώς κατέδειξε: όσο πιο μεγάλη είναι η πόλη τόσο περισσότερο φοβούνται οι κάτοικοί της.
Σε ποιες συνοικίες της Αθήνας όμως και των μεγάλων πόλεων οι πολίτες αισθάνονται περισσότερο την ανασφάλεια και τον φόβο του εγκλήματος; Χωρίς αμφιβολία, εκεί όπου η Αστυνομία είναι απούσα, οι περιοχές είναι υποβαθμισμένες και διαμένουν κοινωνικά στρώματα με χαμηλά εισοδήματα αλλά και στις περιοχές όπου βασιλεύουν η ηρεμία και η ερημιά. Το ίδιο φοβάται λοιπόν ο πολίτης σε ερημικές περιοχές των προαστίων αλλά και σε υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας και του κέντρου της. Ακόμη και ο φωτισμός μιας πόλης, που κανένας δήμαρχος δεν προσέχει όσο πρέπει, παίζει σημαντικό ρόλο στην αύξηση του φόβου των πολιτών για το έγκλημα.
Οι κακοφωτισμένοι δρόμοι, από όπου δεν περνά κόσμος, τα εγκαταλελειμμένα και άδεια κτίρια με τα σπασμένα τζάμια και οι συνοικίες όπου μένουν εξαθλιωμένοι και φτωχοί (ξένοι και μετανάστες) είναι περιοχές «υψηλού κινδύνου» για τους φόβους μας.
Αντίθετα, περιοχές όπου διαμένουν μεσαία και ανώτερα (εισοδηματικά) κοινωνικά στρώματα και όπου η αστυνόμευση είναι καλύτερη, όπως και το οικιστικό περιβάλλον (φωτισμένοι δρόμοι, σπίτια φωτισμένα και ανοικτά), οι πολίτες ελέγχουν τους φόβους τους και αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια.
Αλλωστε οι ευκατάστατοι και οι μορφωμένοι φοβούνται λιγότερο ενώ οι γυναίκες και οι υπερήλικοι ζουν με τον φόβο της θυματοποίησης. Λιγότερο φοβούνται και οι νέοι κάτω από τα 25 αλλά εκείνοι για τον λόγο ότι είναι νέοι και δεν λογαριάζουν και πολλά.
Και ενώ η ανασφάλεια των πολιτών εκτιμάται (στα λόγια) από όλους ως μείζονος σημασίας ζήτημα, τα μέτρα για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης του πολίτη στους θεσμούς και στις κρατικές αρχές στη χώρα μας είναι αποσπασματικά, σπασμωδικά και μοιάζουν με τη σταγόνα στον ωκεανό. Η ευρωπαϊκή εμπειρία (κατά τα άλλα, ανήκουμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση) φαίνεται ότι δεν παραδειγματίζει τους υπευθύνους και τους αρμοδίους. Δεν ενστερνίζονται μέτρα και πρακτικές που εφαρμόστηκαν από τη δεκαετία του ’80 κιόλας στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες όπου η εγκληματικότητα ήταν πρόβλημα και τα αποτελέσματα ήταν (και είναι) ορατά: μείωση των εγκλημάτων και τόνωση της εμπιστοσύνης των πολιτών.
Στη Βρετανία, στη Γαλλία και στο Βέλγιο το κράτος και οι κοινωνίες δεν άφησαν το ρεύμα της εγκληματικότητας να παρασύρει τα πάντα. Αντέδρασαν και δεν περιορίστηκαν μόνο σε μέτρα καταστολής (εδώ ούτε αυτά διαθέτουμε).
Αντίθετα, έδωσαν βάρος στην πρόληψη με τη δημιουργία δικτύων σε όλη τη χώρα όπου σε κάθε δήμο και κοινότητα λειτουργεί Συμβούλιο Πρόληψης της Εγκληματικότητας που προγραμματίζει (και εφαρμόζει) προγράμματα για φωτισμό των δρόμων, ανάπτυξη περιοχών που είναι υποβαθμισμένες, συμπαράσταση σε ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες (ηλικιωμένους, τοξικομανείς) και άλλα που συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο σύστημα προληπτικών μέτρων που έχουν αποδώσει σε Λονδίνο, Παρίσι και δεκάδες άλλες πόλεις της Ευρώπης.
Η συμμετοχή σε όλα αυτά της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι καθοριστική και η επιστημονική στελέχωση των συμβουλίων αυτών δεδομένη. Εδώ οι σχετικές επισημάνσεις των ειδικών, όπως λέγει ο καθηγητής Εγκληματολογίας κ. Γιάννης Πανούσης, «κιτρινίζουν στα συρτάρια των αρμοδίων ώσπου οι εκλογές ή ένα εξαιρετικό και συνήθως δυσάρεστο γεγονός να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη και να κινητοποιήσει τους μηχανισμούς».