Πριν από λίγα χρόνια, για να χωρίσει κάποιος με συναινετικό διαζύγιο χρειαζόταν τουλάχιστον ενάμισι έτος, καμιά φορά και δύο χρόνια, καθώς ο νόμος όριζε δύο δίκες, μία πρώτη και μία δεύτερη μετά έξι μήνες.
Πέραν του χρόνου, το κόστος μιας τέτοιας διαδικασίας ήταν –ανάλογα τον δικηγόρο– στην καλύτερη περίπτωση 1.500 ευρώ.
Επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, διότι τότε έγινε η νομοθετική μεταβολή, τα πράγματα άλλαξαν. Τα συναινετικά διαζύγια από τα δικαστήρια πήγαν στον συμβολαιογράφο. Εκδίδονται σε λιγότερο από μισή ώρα και κοστίζουν 100 ευρώ.
Τότε που έγινε η νομοθετική μεταβολή, πολλοί είχαν προβλέψει το τέλος του γάμου, τη διάλυση της έγγαμης συμβίωσης, όπως είχε γίνει και με τη θέσπιση του συμφώνου συμβίωσης, το οποίο πάλι ο συμβολαιογράφος συντάσσει, και το οποίο έχει δώσει διέξοδο σε χιλιάδες ζευγάρια, τα οποία για διάφορους λόγους δεν επιθυμούν να πάνε στην εκκλησία ή στο δημαρχείο.
Με τη νομοθετική μεταβολή για τα διαζύγια, χιλιάδες υποθέσεις έφυγαν από τα δικαστήρια, με αποτέλεσμα οι δικαστές και ολόκληρο το δικαστικό σύστημα να έχει τη δυνατότητα να ασχοληθεί με άλλες, ενδεχομένως, σοβαρότερες υποθέσεις.
Το ίδιο θα ήταν εύκολο να γίνει και με χιλιάδες υποθέσεις, αστικές και εμπορικές, ώστε και οι πολίτες έγκαιρα να λύνουν τις διαφορές τους, η οικονομία να κερδίζει και η πολιτεία να μην πληρώνει.
Ο νομοθέτης, δηλαδή η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές, θα μπορούσε να αφαιρέσει μεγάλη κατηγορία υποθέσεων που έως σήμερα είναι στη δικαιοσύνη, και να αναθέσει την επίλυσή τους είτε στους συμβολαιογράφους, είτε στους δικηγόρους μέσω του θεσμού της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, ο οποίος ισχύει μεν από χρόνια, αλλά δεν έχει σημειώσει επιτυχία.
Και τούτο, διότι στην πράξη έχει μετατραπεί σε ένα πρώτο στάδιο αντιδικίας, στο οποίο προσφεύγουν οι διάδικοι με σκοπό να αποτύχουν και στη συνέχεια να πάνε στα δικαστήρια.
Αν όμως η εξωδικαστική επίλυση των αστικών, εμπορικών, οικογενειακών και άλλων διαφορών ήταν υποχρεωτική, και μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις οι υποθέσεις αυτές προβλεπόταν να φθάνουν στα δικαστήρια, τα πράγματα θα ήταν διαφορικά.
Οπου προβλέπεται ουσιαστικά υποχρεωτικότητα, οι θεσμοί πετυχαίνουν. Αλλιώς το προαιρετικό δεν περπατάει.
Τα λέω αυτά γιατί όλο και πιο συχνά τον δημόσιο διάλογο απασχολεί το υπαρκτό πρόβλημα, από τα μεγαλύτερα, της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης. Πρόβλημα πολυπαραγοντικό, όπως έχει χαρακτηριστεί, αλλά όχι άλυτο.
Δεν χρειάζεται κανείς να ανακαλύψει εκ νέου την Αμερική για να αποτελέσουν παρελθόν πολυσυζητημένες παθογένειες. Απλές λύσεις υπάρχουν, τα παραδείγματα επίσης υπάρχουν και είναι επιτυχημένα, εκείνο που ίσως απαιτείται, είναι μελέτη και πολιτική βούληση.