Κανόνας δίχως εξαίρεση η προστασία που παρέχεται στις εγκύους. Απόλυση εγκύου για οποιονδήποτε λόγο δεν επιτρέπεται και τα «παραθυράκια» του νόμου που, ενδεχομένως, έδιναν τη δυνατότητα απόλυσης μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έκλεισαν οριστικά. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο διαθέτει σπουδαία και πάγια νομολογία σε θέματα προστασίας της μητρότητας, με πρόσφατη απόφασή του διεύρυνε τα όρια της νομιμότητας, καλύπτοντας και τις περιπτώσεις των γυναικών που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και δεν μπορούν να εργαστούν.
Η απόφαση του ΔΕΚ έλυσε διά παντός το μείζονος σημασίας πρόβλημα του πώς προστατεύονται οι έγκυοι γυναίκες που λόγω της κατάστασής τους δεν είναι σε θέση να εργαστούν και αναγκάζονται να παραμένουν επί μήνες κλινήρεις.
Δύο προδικαστικά ερωτήματα που απηύθυνε αγγλικό δικαστήριο και απασχόλησαν, λόγω της σημασίας του θέματος, την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αποτέλεσαν το έναυσμα για να αποφανθούν σχετικά οι ευρωδικαστές και να καθορίσουν το εύρος και την ποιότητα της προστασίας των γυναικών που ευρίσκονται σε κατάσταση εγκυμοσύνης και να αποκλείσουν οποιαδήποτε καταστρατήγηση του νόμου από εργοδότες, οι οποίοι θεωρούν πως οι έγκυοι είναι προβληματικοί εργαζόμενοι.
Η υπόθεση που έφθασε ως την Ολομέλεια του ΔΕΚ αφορούσε μια Αγγλίδα, η οποία εργαζόταν ως οδηγός σε εταιρεία και έμεινε έγκυος το 1990. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όμως δεν μπόρεσε να εργαστεί. Αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα υγείας και ο γιατρός τής απαγόρευσε κάθε μετακίνηση, με αποτέλεσμα να απουσιάζει μεγάλο χρονικό διάστημα από τη δουλειά της.
Η επιχείρηση στην οποία δούλευε η Αγγλίδα είχε μία ρήτρα στις συμβάσεις που υπέγραφε με το προσωπικό της. Οποιος απουσίαζε πάνω από 26 εβδομάδες συνεχώς, ανεξάρτητα αν ήταν άνδρας ή γυναίκα, απολυόταν. Με βάση λοιπόν τη ρήτρα αυτή αποφάσισε και απέλυσε την έγκυο με το δεδομένο ότι απουσίαζε συνέχεια επί οκτώ και πλέον μήνες.
Η αντίδραση της εργαζομένης στην απόλυσή της δεν περιορίστηκε σε διαμαρτυρίες. Η γυναίκα, μόλις γέννησε, προσέφυγε σε δικαστήριο ζητώντας την ακύρωση της απόλυσής της. Σε πρώτο βαθμό όμως δεν δικαιώθηκε. Η αίτησή της απορρίφθηκε. Η αναίρεση που ασκήθηκε στη συνέχεια έφερε το θέμα σε ανώτατο δικαστήριο, οι δικαστές του οποίου σκέφθηκαν να αποστείλουν τα προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΚ, προκειμένου να λάβουν σίγουρες απαντήσεις για το τι ακριβώς προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο.
Κι έτσι έγινε. Η υπόθεση δικάστηκε στην Ολομέλεια στις 5 Φεβρουαρίου του 1998 και οι συνήγοροι της εταιρείας υποστήριξαν ότι δεν ήταν παράνομη η απόλυση, γιατί η γυναίκα δεν απολύθηκε επειδή ήταν έγκυος, αλλά γιατί απουσίαζε επί οκτώ και πλέον μήνες και παραβίασε τη ρήτρα της σύμβασης που αφορούσε όλους τους εργαζομένους, άνδρες και γυναίκες, σύμφωνα με την οποία η εταιρεία είχε δικαίωμα απόλυσης αν επί 26 συνεχείς εβδομάδες ο εργαζόμενος έλειπε από τη δουλειά του.
Βέβαια οι συνήγοροι της εταιρείας δεν αμφισβήτησαν το γεγονός ότι η απουσία της γυναίκας οφειλόταν σε προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε λόγω της εγκυμοσύνης της. Ωστόσο επέμειναν πως η απόλυσή της έγινε με βάση τη γενική ρήτρα της σύμβασης για τις απουσίες του προσωπικού. Οι ευρωδικαστές προσέγγισαν την υπόθεση με επιχειρήματα ουσίας και δεν έμειναν στους τύπους. Την απόφασή τους στήριξαν στις διατάξεις της οδηγίας 76/207/ ΕΟΚ που παρέχουν προστασία στις εγκύους και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η προστασία αυτή θα παρέμενε γράμμα κενό αν ο εργοδότης μπορούσε να απολύει μια έγκυο γυναίκα με το σκεπτικό πως αδυνατούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της.
Αν δηλαδή η απόλυσή της θεμελιωνόταν σε λόγους αδυναμίας παροχής εργασίας για προβλήματα που αντιμετώπιζε η έγκυος στην υγεία της, ακριβώς λόγω της εγκυμοσύνης. Οι ευρωδικαστές, μνημονεύοντας παλαιότερες και σημαντικές αποφάσεις του ΔΕΚ σχετικά με την προστασία της μητρότητας, υπήρξαν κατηγορηματικοί: «Η απόλυση όμως μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της δεν μπορεί να βασίζεται στην αδυναμία εκπληρώσεως της υποχρεώσεως παροχής εργασίας που ανέλαβε έναντι του εργοδότη της».
«Αν γινόταν δεκτή» αναφέρεται στην απόφαση «η αντίθετη ερμηνεία, τότε το ευεργέτημα της προστασίας την οποία εξασφαλίζει το κοινοτικό δίκαιο στη γυναίκα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της θα επιφυλασσόταν μόνο στις εγκύους εργαζόμενες που είναι σε θέση να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους από τη σύμβαση εργασίας τους, οπότε οι διατάξεις της οδηγίας δεν θα είχαν πρακτική αποτελεσματικότητα».
Και ενώ η εγκυμοσύνη δεν μπορεί να εκληφθεί ως «παθολογική κατάσταση», όπως σωστά επισημαίνεται από τους δικαστές, «είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκειά της μπορούν να εμφανιστούν προβλήματα και επιπλοκές ικανά να υποχρεώσουν τη γυναίκα να υποβληθεί σε αυστηρή ιατρική παρακολούθηση και, ενδεχομένως, να τεθεί σε πλήρη ανάπαυση καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή μέρους αυτής».
Το «διά ταύτα» της αποφάσεως δεν θα μπορούσε να είναι άλλο έπειτα από τα παραπάνω επιχειρήματα. Η απόλυση κρίθηκε παράνομη και εκτός των πλαισίων του κοινοτικού δικαίου. Αλλωστε την ίδια θέση έλαβε και ο γενικός εισαγγελέας του ΔΕΚ κ. D. Ruiz Colomer, ο οποίος ανέπτυξε τις απόψεις του κατά τη διάρκεια της δίκης που έγινε τον περασμένο Φεβρουάριο, ενώ η απόφαση εκδόθηκε μεσούντος του θέρους, στις 30 Ιουνίου του 1998.