Η ΒΑΡΙΑ εγκληματικότητα, όπως αποδεικνύεται από την ψυχρή γλώσσα των στατιστικών δεδομένων και από τις έρευνες των ειδικών, αυξάνεται χρόνο με το χρόνο ανησυχητικά. Δραματική είναι η αύξηση των κακουργημάτων (ανθρωποκτονίες, ληστείες, διακεκριμένες κλοπές), που αφορούν τη φανερή εγκληματικότητα, αυτή που καταγράφεται στις στατιστικές, καθώς «το σκοτεινό» έγκλημα κινείται σε δυσθεώρητα ύψη και εν πολλοίς παραμένει απροσδιόριστο. Σε καθένα γνωστό τοξικομανή, συμπεραίνουν οι επιστημονικές έρευνες, αντιστοιχούν 1.000 άγνωστοι για τις αρμόδιες αρχές! Σε κάθε βιασμό, που καταγγέλλεται, αντιστοιχούν 500 που διεπράχθησαν, αλλά τους γνωρίζουν μόνο ο θύτης και το θύμα!
Οι εγκληματολόγοι, όμως, δεν περιορίζονται σε αυτά. Η προσέγγιση του προβλήματος δεν γίνεται μόνο με την ανάγνωση των αριθμών και την προσκόλληση στα στατιστικά δεδομένα. Επισημαίνουν ότι δεν διαπράττονται μόνο περισσότερα κακουργήματα, αλλά ότι ο τρόπος, η πολυπλοκότητα, οι μέθοδοι διάπραξης, η συμπεριφορά και η ψυχολογία των δραστών, ακόμη και η κοινωνική τους προέλευση και η ηλικία τους έχουν ελάχιστη σχέση με το παρελθόν.
Εγκλήματα όπως των Σεχίδη, Δαγκλή, Βακρινού, απαγωγές για λύτρα, οργανωμένες επιθέσεις από σπείρες σε καταστήματα για να «πουλήσουν» προστασία και ανθρωποκτονίες στυγερές, που σοκάρουν και προκαλούν τρόμο, είναι μόνο μερικά από εκείνα που συγκλόνισαν τα τελευταία χρόνια την κοινή γνώμη και προκάλεσαν το έντονο ενδιαφέρον των ειδικών. Βεβαίως, όπως εξηγούν οι επιστήμονες και φαίνεται και από τα δεδομένα της στατιστικής, τη διετία 1994-1996 παρατηρήθηκε σταθερή αύξηση των κακουργημάτων. «Υπήρξε ένας κορεσμός ακόμη και των στατιστικών δεδομένων», λένε οι ειδικοί.
Αλλά όσο ο καιρός περνά, το ζητούμενο είναι πια όχι πόσα εγκλήματα διαπράττονται, αλλά πόσο βαριά και οργανωμένα είναι. Και δυστυχώς, τα εγκλήματα είναι βαριά, οργανωμένα, ανεξιχνίαστα, φρικώδη. Ακόμη και εταιρείες για εκτέλεση συμβολαίων θανάτου εμφανίστηκαν στην ελληνική πραγματικότητα, παραπέμποντας σε μεθόδους ιταλών μαφιόζων.
Η νέα λοιπόν μορφή του εγκλήματος, το προφίλ του σύγχρονου εγκληματία έχει αλλάξει. Ποια είναι σήμερα η εικόνα της βαριάς εγκληματικότητας στην Ελλάδα; Το εκτεταμένο εμπόριο των ναρκωτικών, οι οργανωμένες ομάδες που «πουλάνε» προστασία σε καταστήματα και νυχτερινά κέντρα, οι ομάδες που κλέβουν αυτοκίνητα και εκβιάζουν τους ιδιοκτήτες τους, οι απαγωγείς που γυρεύουν λύτρα, οι συμμορίες που δολοφονούν κατά παραγγελία, αλλά και το ηλεκτρονικό έγκλημα, η βιομηχανική κατασκοπεία, εξελιγμένες μορφές οικονομικού εγκλήματος, όπως απάτες στο Χρηματιστήριο και σε τράπεζες, αλλά και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Ποιοι είναι οι παράγοντες, όμως, που συνετέλεσαν στην αλματώδη αύξηση της βαριάς εγκληματικότητας και γιατί άλλαξε ο εγκληματολογικός μας χάρτης; Ποιες αιτίες οδήγησαν σε εξειδικευμένες και επικίνδυνες μορφές εγκληματικής δραστηριότητας και γιατί ο μικροκομπιναδόρος αντικαταστάθηκε από τον «διακεκριμένο κλέφτη» και ο «ληστής με τις γλαδιόλες» από τους ληστές με τα περίστροφα που σκοτώνουν εν ψυχρώ;
Ο καθηγητής της Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Νέστωρ Κουράκης δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά και εξηγεί γιατί η μεταλλαγή του εγκλήματος στη χώρα μας δεν έγινε εν μια νυκτί. Ο πολίτης σήμερα, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, ζει ένα καφκικό συναίσθημα ανεξήγητης ανησυχίας. Οι παραδοσιακές αξίες σιγά σιγά ξεπερνιούνται αλλά δεν έχουν αντικατασταθεί από νέες, η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών, η περιθωριοποίηση τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, η ανεργία στους νέους, η έλλειψη προτύπων και οραμάτων είναι οι παράγοντες που καθόρισαν το έγκλημα, το προφίλ και τη δράση του εγκληματία.
Σήμερα, επισημαίνει ο κ. Κουράκης, «ο αιώνας μας εξελίσσεται σε μια εποχή επικοινωνίας με εκρηκτικά»! Και προσθέτει πως οι γενεσιουργές αιτίες του βαρύτερου και πολυπλοκότερου εγκλήματος είναι η δημιουργία των υδροκέφαλων αστικών κέντρων, οι απρόσωπες σχέσεις, η άνιση κατανομή των αγαθών, ο διάχυτος φόβος των πολιτών μπροστά στον κίνδυνο της βίας, η αποδυνάμωση του αισθήματος της κοινωνικής αλληλεγγύης και η επικράτηση ωφελιμιστικών προτύπων.
Θα μπορούσε κανείς να σημειώσει δεκάδες ακόμη παράγοντες που διαμορφώνουν, επηρεάζουν και καθορίζουν τη φυσιογνωμία του εγκλήματος. Αλλά τα ανησυχητικά δεδομένα δεν σταματούν εδώ. Ο ηλικιακός δείκτης των παραβατών του νόμου κατεβαίνει με γοργούς ρυθμούς. Παρατηρείται σαφής αύξηση στις μικρές ηλικίες, 7 ως 20 ετών, ενώ στις ηλικίες 30 και άνω οι δείκτες είναι σταθεροί. Παράλληλα, όλα τα κοινωνικά στρώματα μετέχουν πλέον στην εγκληματική δραστηριότητα. Οι «εγκληματίες του λευκού κολάρου», εκείνοι που διαθέτουν μόρφωση και κοινωνική θέση, αυξάνονται και διαπράττουν αδικήματα οικονομικά, σύνθετα και πολύπλοκα. Η κοινωνική σύνθεση, χωρίς αμφιβολία, των παραβατών του νόμου έχει πια ριζικά μετατοπιστεί.
Οσα εγκλήματα γίνονται δεν σημαίνει πως έρχονται στο φως. Το 6Ο% των κακουργημάτων μένει στο σκοτάδι! Οι αδυναμίες, οι υστερήσεις και η ανεπάρκεια των αστυνομικών υπηρεσιών είναι οι αιτίες της σκοτεινής, της άδηλης εγκληματικότητας, που οδηγούν τους επιστήμονες σε συμπεράσματα και εκτιμήσεις ότι τα εγκλήματα που φαίνονται είναι λιγότερα από όσα στην πραγματικότητα γίνονται λιγότερα από τα μισά! Αλλά και από εκείνους που συλλαμβάνονται και καταδικάζονται, μόνο το 5-6% οδηγείται στη φυλακή. Αυτό, πάντως, δεν ανησυχεί τους ειδικούς, γιατί θεωρούν ότι, αν περνούσαν περισσότεροι το κατώφλι των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, τα πράγματα θα ήταν χειρότερα. Οι φυλακές, ως γνωστόν, δεν σωφρονίζουν!
Το σήμερα, όμως, δεν προδικάζει ένα καλύτερο αύριο. Η διαμόρφωση του εγκληματολογικού μας χάρτη για τον 21ο αιώνα, προβλέπουν οι επιστήμονες, παράγει εφιαλτικές καταστάσεις. Ουδείς θα μπορεί να προστατευθεί. Γιατί οι σύγχρονες μορφές του εγκλήματος κυρίως τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος προκαλούν χιλιάδες θύματα, άγνωστα στον δράστη, που δεν μετέχουν καν στην εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς ούτε γνωρίζουν το πότε. Είναι τα αθώα και ανύποπτα θύματα μιας επικίνδυνης εγκληματικότητας, που φθάνει ως την πρόκληση θανάτων.
Ο κίνδυνος της «ομαδικής θυματοποίησης» είναι η νέα σκληρή πραγματικότητα. Η προσωπική ζωή, τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών θα δοκιμασθούν, λένε οι ειδικοί (κυρίως από το ηλεκτρονικό έγκλημα), ενώ η ανασφάλεια και ο φόβος της θυματοποίησης που ήδη υπάρχει θα διογκωθεί αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής και εξάλειψης των παραγόντων, κυρίως οικονομικών και κοινωνικών, που γεννούν το έγκλημα.
Η αισιοδοξία, λοιπόν, δεν ταιριάζει εδώ. Προτού είναι ήδη αργά, προτού γίνουμε «Σικάγο», αρμόδιοι και κοινωνία οφείλουν να καταλάβουν και να κινητοποιηθούν. Το έγκλημα διαλύει και φοβίζει. Και οι φοβισμένοι πολίτες δεν είναι ποτέ ελεύθεροι και ενεργοί. Και οι ανήλικοι μετέχουν ενεργά στην παρανομία
ΟΙ ΠΟΡΤΟΦΟΛΑΔΕΣ και οι μικροκομπιναδόροι πέθαναν. Ζήτω οι μαφιόζοι και οι έμποροι του εγκλήματος! Οι γραφικοί τύποι των παραβατών του ποινικού νόμου αποτελούν πλέον φιγούρες του παρελθόντος. Στην ελληνική κοινωνία του σήμερα οι παραβάτες των «ελαφρών» λεγόμενων εγκλημάτων τελούν υπό εξαφάνιση. Καθημερινά όλοι βιώνουμε μια σκληρή εγκληματική πραγματικότητα. Η σύλληψη του Δημήτρη Βακρινού, οι απαγωγές για λύτρα, οι σπείρες και οι συμμορίες θανάτου, οι οργανωμένες ομάδες μαφιόζων και τα οικονομικά εγκλήματα, που έγιναν πια ρουτίνα, αποτελούν την εικόνα της εγκληματικότητας στη χώρα μας.
Και αν, όπως λένε οι ειδικοί, η ποιότητα της κοινωνίας καθορίζει και την ποιότητα της εγκληματικής δράσης, τότε περιθώρια εφησυχασμού δεν υπάρχουν. Τα τελευταία χρόνια «γεννώνται» εγκλήματα απεχθή, εγκλήματα «εν ψυχρώ», σύνθετα, πολύπλοκα, ανεξιχνίαστα, οργανωμένα. Ο τρόμος της εγκληματικότητας από καιρό πλανάται πάνω από την πόλη. «Το Βήμα», με αφορμή τα πρόσφατα εγκλήματα που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας (Βακρινός, αλλά και κακοποιήσεις παιδιών), ανοίγει τον φάκελο της εγκληματικότητας. Καταγράφει τα αίτια και τα υπόγεια ρεύματα του εγκλήματος στην Ελλάδα και φέρνει στο φως άκρως ανησυχητικά στατιστικά δεδομένα, για δραματική αύξηση της βαριάς εγκληματικότητας τα τελευταία 15 χρόνια.
Και παραθέτει απόψεις εγκληματολόγων, που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και προειδοποιούν: «Η Ελλάδα, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής, σε λίγα χρόνια θα γίνει ο ιδανικός τόπος διέλευσης, αλλά και δράσης του οργανωμένου εγκλήματος». Ο εγκληματολογικός μας χάρτης σηματοδοτείται σήμερα από τη διάπραξη βαρύτατων εγκλημάτων, τη δράση οργανωμένων ομάδων, ενώ η αθέατη πλευρά, η άδηλη εγκληματικότητα, αυξάνεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Η ενδοοικογενειακή βία και πώς ανακυκλώνεται
ΤΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας στη χώρα μας δεν φαίνεται να αποτελούν μια τραγική εξαίρεση του κανόνα. Η άσκηση βίας μέσα στην οικογένεια είναι παγκόσμια, διαδεδομένη και διαχρονική. Οσο και αν οι στατιστικές είναι, πολλές φορές, θολές ή ανεπαρκείς και οι αριθμοί παραμένουν «σκοτεινοί» οι θυματολογικές έρευνες είναι, τουλάχιστον, ενδεικτικές ως προς την ένταση και την επέκταση του θλιβερού αυτού φαινομένου.
Η οικογενειακή βία, σωματική ή ψυχολογική, είναι φαινόμενο που επαναλαμβάνεται και αναπαράγεται. Οι έρευνες που καταγράφονται από την καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Σωφρονιστικής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Καλλιόπη Σπινέλλη αναφέρουν ότι το 75% των ανδρών που κακοποιούν τις γυναίκες τους ήταν και οι ίδιοι μάρτυρες κακοποίησης της μητέρας τους από τον πατέρα τους. Το 50% των παιδιών που βίωσαν οικογενειακή βία κατέληξαν ανήλικοι δράστες, αλλά και η πλειονότητα των γονιών που κακοποιούν τα παιδιά τους είναι οι ίδιοι θύματα γονεϊκής κακοποίησης.
Η βία ανακυκλώνεται και συνεπώς δεν έχει τελειωμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως αναφέρει ο καθηγητής Νομικής του Πανεπιστημίου Θράκης κ. Ι. Πανούσης, περίπου το 30% των ανθρωποκτονιών προέρχεται από συζυγικές διενέξεις! Ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο αν σκεφθεί κανείς ότι η βία παίζει σημαντικότατο ρόλο και στα διαζύγια: περίπου 23% στη μεσαία τάξη αλλά 40% στην εργατική! Οσο λοιπόν και αν είναι κοινή επιστημονική παραδοχή ότι η βία αποτελεί διαταξικό φαινόμενο, άλλο τόσο είναι προφανές ότι η οικονομική δυσπραγία της οικογένειας αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα.
Τα πιο συνηθισμένα θύματα κακοποίησης είναι οι γυναίκες και τα παιδιά, ίσως λόγω και της «βιολογικής τους αδυναμίας». Το πρόβλημα αυτό συζητήθηκε πιο έντονα και ανοιχτά στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν αναπτύχθηκαν έντονα τα κινήματα για την ισότητα και για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στον ελληνικό χώρο, οι έρευνες για τις γυναίκες που υφίστανται από οικείους τους διάφορες μορφές βίας δείχνουν ότι σπάνια προβαίνουν σε καταγγελίες ή καταφεύγουν στους αρμόδιους φορείς για βοήθεια. Και αυτό γιατί φοβούνται ότι αν καταγγείλουν τον άντρα τους θα στιγματιστούν…
Η καθηγήτρια Εγκληματολογίας κ. Β. Αρτινοπούλου αναφέρει ότι στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες (Εύρωπη, Αμερική), δεν έχει συνειδητοποιηθεί το πρόβλημα ούτε έχουν αναπτυχθεί ανάλογα κινήματα προάσπισης των θυμάτων της οικογενειακής βίας. «Γενικότερα κοινωνικά ζητήματα», επισημαίνει η κυρία Αρτινοπούλου, «όπως για παράδειγμα η ενδοοικογενειακή βία (κακοποίηση συζύγου, παιδιών), η θυματοποίηση ορισμένων κοινωνικών κατηγοριών (τσιγγάνοι, μετανάστες κ.ά.), δεν έχουν αναγνωριστεί ως κοινωνικά φαινόμενα ούτε έχουν χαραχθεί στρατηγικές πρόληψης και αντιμετώπισής τους. Είναι ευνόητο», προσθέτει, «ότι οι λόγοι αυτής της θεσμικής απραξίας είναι πολυδιάστατοι (κοινωνικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, ιδεολογικοί) και απαιτούν πολλαπλές προσεγγίσεις των προβλημάτων αυτών».
Τα ερευνητικά δεδομένα από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού δίνουν συγκλονιστικά στοιχεία για τη σεξουαλική και εμπορευματική εκμετάλλευση των παιδιών και των εφήβων. Σε έρευνα της ψυχολόγου κ. Ε. Αγάθωνος και των συνεργατών της, που διεξήχθη το 1996 σε δείγμα 743 φοιτητών από 18 ως 20 ετών, το 7% των αγοριών και το 17% των κοριτσιών ανέφεραν ότι είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά. Το 1/3 μέσα στην οικογένεια, το 1/3 από οικεία άτομα εκτός οικογένειας και μόνο το 1/3 από αγνώστους. Την ίδια χρονιά σε άλλη έρευνα των κκ. Μαραγκού, Νόβα, Αγάθωνος σε δείγμα 423 αστυνομικών (90% άνδρες), το 8% αναφέρθηκε σε εμπειρία σεξουαλικής θυματοποίησης πριν από την ηλικία των 18 ετών. Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν τη σημαντική ανάγκη να εφαρμοστούν στην Ελλάδα προγράμματα πρόληψης, πληροφόρησης των γονιών, εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών και θεραπείας των θυμάτων.
«Το Βήμα» αναζητώντας τις ψυχολογικές ρίζες αυτής της ιδιότυπης και «ιδιωτικής» βίας, συζήτησε με τον καθηγητή της Ψυχιατρικής κ. Ι. Αναστασιάδη, ο οποίος διαθέτει μεγάλη εμπειρία σχετικώς με το θέμα. «Η βία είναι φαινόμενο τόσο παλιό όσο ο άνθρωπος και η οικογένεια. Είναι φαινόμενο διαχρονικό, έμφυτο και εμφανίζεται σε όλα τα οικογενειακά μοντέλα, πατριαρχικά και μητριαρχικά». Μπορεί όμως να χαλιναγωγηθεί; Ο κ. Αναστασιάδης απαντά καταφατικά αλλά επισημαίνει ότι «αυτό απαιτεί πολίτες μορφωμένους και ενεργούς. Μόνο αν ενεργοποιηθεί ταυτόχρονα το κράτος, η οικογένεια και η παιδεία θα μειωθούν οι αποκλίνουσες συμπεριφορές».
Να είμαστε λοιπόν αισιόδοξοι; Υπάρχει διέξοδος και λύση; Ο ορισμός που δίδει η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας για τη «σωστή οικογένεια» (είναι εκείνη που κάνει τα μέλη της ανεξάρτητα) είναι η απάντηση και ίσως η λύση.