Η ΕΠΟΜΕΝΗ μέρα από την υποβολή της φορολογικής δήλωσης για χιλιάδες πολίτες σημαίνει δικαστικές διεκδικήσεις. Δικηγόροι, έξοδα, προσφυγές, δίκες και αντιδικία με το Δημόσιο. Εκείνοι που επιλέγουν να ακολουθήσουν τον δρόμο προς τα δικαστήρια και να ζητήσουν τη δικαίωσή τους δεν είναι λίγοι. Σε χιλιάδες ανέρχονται σε πανελλαδική κλίμακα οι προσφυγές με τις οποίες αμφισβητούνται τα ποσά των φόρων που επιβάλλονται για το εισόδημα που δηλώνεται, για τις μεταβιβάσεις ακινήτων, για δωρεές, γονικές παροχές και κάθε άλλη αιτία. Η προσφυγή στα δικαστήρια, όταν γίνεται λόγος για τους φόρους, δεν μεταφράζεται σε έξοδα και ταλαιπωρία μόνο για τον πολίτη.
Το κόστος για το κράτος, για τον δημόσιο «κορβανά», είναι ασύλληπτο. Γιατί για να εισρεύσουν στα ταμεία του κράτους δισεκατομμύρια δραχμές, απαιτείται πρώτα το «ναι» των διοικητικών δικαστών. Και ακόμη: ώσπου οι δικαστές να αποφανθούν, το Δημόσιο δεν μπορεί να εισπράξει ουσιαστικά τον φόρο που βεβαιώθηκε και στη συνέχεια από τον φορολογούμενο αμφισβητείται. Με άλλα λόγια, όποιος καταθέσει προσφυγή ουσιαστικά δεν πληρώνει φόρο ώσπου να εκδοθεί δικαστική απόφαση! Για κάμποσον καιρό, είναι αλήθεια, αν λάβει κανείς υπόψη τη δυσλειτουργία που εμφανίζεται στην απονομή της δικαιοσύνης.
* Γιατί πάνε στα δικαστήρια
Γιατί προσφεύγουν οι φορολογούμενοι στα διοικητικά δικαστήρια και τι ακριβώς ζητούν είναι ερωτήματα εύλογα και οι απαντήσεις τους σχεδόν αυτονόητες. Οι πολίτες φθάνουν στα δικαστήρια γιατί δεν συμφωνούν με το ποσό των φόρων που η Εφορία βεβαίωσε και επιπλέον γιατί πιστεύουν ότι πρέπει να πληρώσουν λιγότερα. Κανένας ποτέ δεν προσέφυγε για να πληρώσει περισσότερα! Τέτοια περίπτωση, ως σήμερα, δεν έχει εμφανιστεί στα δικαστικά χρονικά μας, όπως βεβαιώνουν δικαστές που έχουν χρόνια εμπειρία από την εκδίκαση φορολογικών υποθέσεων. Ολοι λοιπόν καταφεύγουν στη Δικαιοσύνη πιστεύοντας ότι με τις αποφάσεις της μπορεί να τους «κόψει» από πολλά ως λίγα, από όσα η Εφορία τούς καταλόγισε. Υπάρχουν όμως και ουκ ολίγοι που υποβάλλουν την προσφυγή τους για άλλους λόγους.
Ο λόγος για αυτούς που, κάνοντας χρήση ή για να ακριβολογούμε κατάχρηση της ευχέρειας που δίνει ο νόμος, καταθέτουν μια προσφυγή, έτσι «να βρίσκεται», με στόχο όχι να επιτύχουν μείωση του φόρου αλλά να μην πληρώσουν φόρο! Πώς γίνεται αυτό; Είναι απλό. Σύμφωνα με τη νομοθεσία για τη φορολογία του εισοδήματος, όποιος προσφεύγει στη Δικαιοσύνη αμφισβητώντας το εκκαθαριστικό σημείωμα της Εφορίας ή τα φύλλα ελέγχου που συντάσσονται από τις φορολογικές αρχές, δεν καταβάλλει το 80% του φόρου που βεβαιώθηκε, ώσπου να εκδοθεί απόφαση. Για το άλλο 20% μπορεί να ζητήσει προσωρινά αναστολή της καταβολής του και έτσι να μην πληρώσει ώσπου η Δικαιοσύνη να πει την τελευταία λέξη.
Η ρύθμιση προστατεύει τον πολίτη, ώστε να μην αναγκάζεται να πληρώνει πρώτα φόρους οι οποίοι στη συνέχεια μπορεί να μην επιβεβαιωθούν από τη Δικαιοσύνη, χρησιμοποιείται από κακοπληρωτές, που επωφελούνται και κάνουν το παν για να κερδίσουν χρόνο. Οταν μάλιστα τα ποσά που πρόκειται να πληρωθούν είναι μεγάλα και αναφερόμαστε σε εκατομμύρια δραχμές το κόστος μιας προσφυγής είναι ελάχιστο ενώ το όφελος αυτονόητο. Βέβαια οι κακοπληρωτές και οι στρεψόδικοι δεν είναι η πλειονότητα εκείνων που φθάνουν στα δικαστήρια αμφισβητώντας ό,τι η Εφορία τούς επέβαλε.
* Βιομηχανία προσφυγών
Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι εκείνοι που προσφεύγουν ζητώντας μείωση του φόρου είναι χιλιάδες. Ο αριθμός των φορολογικών υποθέσεων που εκκρεμούν σε πανελλαδική κλίμακα ξεπερνά τις 150 χιλιάδες! Μόνο στο πρωτοδικείο της Αθήνας φθάνει τις 30, ενώ σύμφωνα με την εκτίμηση του κ. Αθ. Πρέζα, νέου προϊσταμένου στο Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας (εξελέγη την περασμένη εβδομάδα με συντριπτική πλειοψηφία) οι μισοί διοικητικοί δικαστές ασχολούνται με φορολογικές υποθέσεις! Ενδεικτικό της βιομηχανίας προσφυγών, διότι περί αυτού πρόκειται, που αντιμετωπίζουν τα διοικητικά δικαστήρια είναι το γεγονός ότι μόνο στην Αθήνα 15 δικαστήρια (δικαστικοί σχηματισμοί) στο Πρωτοδικείο δικάζουν υποθέσεις για φόρους και το εκπληκτικότερο: κάθε μέρα τρία δικαστήρια εκδικάζουν υποθέσεις για φόρους, ξεπερνώντας συνολικά σε ημερήσια βάση τις 500 – 600 υποθέσεις!
Το ζητούμενο όλων αυτών των χιλιάδων προσφυγών είναι η αμφισβήτηση των φόρων με τελικό στόχο τη μείωση των ποσών που οι φορολογικές αρχές βεβαιώνουν προς είσπραξη. Σχεδόν οι πάντες φθάνουν στα δικαστήρια. Εμποροι, ελεύθεροι επαγγελματίες, επιχειρηματίες, νομικά πρόσωπα, επιχειρήσεις όλων των εταιρικών τύπων (προσωπικές, ανώνυμες, εταιρείες περιορισμένης ευθύνης) αλλά και μισθωτοί και συνταξιούχοι.
* Η καταβολή του ΦΠΑ
Οι περισσότερες υποθέσεις, όπως φαίνεται από τα στοιχεία που διαθέτει το Διοικητικό Πρωτοδικείο, αφορούν φορολογία εισοδήματος. Φόρους που βεβαιώνονται είτε με εκκαθαριστικά σημειώματα που προσβάλλονται από τους υπόχρεους πολίτες είτε με φύλλα ελέγχου που συντάσσουν οι φορολογικές αρχές αλλά και φόρους που βεβαιώνουν όταν κάνουν εξωλογιστικό προσδιορισμό των εισοδημάτων, που σημαίνει ότι: όταν τα βιβλία ή τα άλλα στοιχεία, που αποδεικνύουν το ύψος του εισοδήματος ενός φορολογουμένου είναι ανύπαρκτα ή ανακριβή, ώστε ο έφορος να μη βγάζει άκρη, τότε «ρίχνει» όπως λέγεται τα βιβλία και εκτιμά το εισόδημα του φορολογουμένου με εξωλογιστικό προσδιορισμό.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις οι πολίτες προσφεύγουν αμφισβητώντας τις εκτιμήσεις της Εφορίας και ζητώντας μείωση του φόρου. Ακόμη και στις περιπτώσεις των αντικειμενικών κριτηρίων δεν είναι λίγοι οι ελεύθεροι επαγγεματίες που καταφεύγουν στη Δικαιοσύνη. Τα αιτήματά τους είναι η ανατροπή των τεκμηρίων, τα οποία είναι αντικειμενικά, είναι όμως και μαχητά (ανατρέπονται δηλαδή).
Για παράδειγμα, όπως προκύπτει από προσφυγές που ήδη έχουν κατατεθεί, έμπορος προσφεύγει επικαλούμενος ανατροπή του τεκμηρίου υποστηρίζοντας ότι το κατάστημά του παρέμεινε κλειστό, διότι για πέντε μήνες νοσηλεύθηκε σε νοσοκομείο. Δικηγόρος επικαλείται το γεγονός ότι το γραφείο πήρε φωτιά και ώσπου να επισκευαστεί οι εργασίες του ήταν μειωμένες και τα έσοδά του λιγότερα από όσα υπολογίζονται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια.
Χιλιάδες επίσης είναι οι υποθέσεις που φθάνουν στα δικαστήρια και αφορούν τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας. Συνήθως οι φορολογούμενοι προσβάλλουν τις πράξεις των φορολογικών αρχών που υπολογίζουν τα ποσά για την καταβολή του ΦΠΑ, όταν διαπιστώνεται ότι δεν καταβλήθηκε όπως θα έπρεπε ή ότι δεν πληρώθηκε καθόλου ή ότι εισπράχθηκε αλλά δεν αποδόθηκε. Και ακόμη: προσφυγές χιλιάδων πολιτών ζητούν μείωση των φόρων που πληρώθηκαν για μεταβιβάσεις ακινήτων σε περιοχές όπου δεν υπάρχει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού και η εκτίμηση της αξίας του ακινήτου γίνεται από τον έφορο.
Δεν είναι όμως λίγες και οι προσφυγές για φόρους από μεταβίβαση ακινήτων και στα μεγάλα αστικά κέντρα όπου ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού. Τι ζητούν σε αυτές τις περιπτώσεις οι φορολογούμενοι; Επαναπροσδιορισμό του φόρου, διότι επικαλούνται ότι, για παράδειγμα, το ακίνητό τους δεν είναι γωνιακό ή δεν είναι τόσο παλιό ώστε ο φόρος που επιβλήθηκε να ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του.
* Πότε συμφέρει τον πολίτη
Και σαν να μην έφθαναν αυτά, προσφυγές φθάνουν καθημερινά στα διοικητικά δικαστήρια για τέλη που πληρώνουν οι πολίτες στους δήμους. Τέλη διαφήμισης, καθαριότητας, πεζοδρομίων και άλλα. Για όλα αυτά η Δικαιοσύνη καλείται να δώσει τη λύση και να σταθμίσει το δίκαιο των πολιτών και το συμφέρον του Δημοσίου. Ο κ. Αθ. Πρέζας, με πολύχρονη εμπειρία στην εκδίκαση φορολογικών υποθέσεων, δηλώνει προς «Το Βήμα» προς άρση κάθε αμφιβολίας ότι «στα δικαστήρια, όταν πρόκειται για τις φορολογικές υποθέσεις, ισχύει μία αρχή. Η αρχή της πλήρους απόδειξης των όσων η διοίκηση (οι φορολογικές αρχές εν προκειμένω) ισχυρίζονται. Γι’ αυτό οι δικαστές αποφαίνονται με γνώμονα το συμφέρον των πολιτών, των οποίων μπορεί να μη στερούμε με τις αποφάσεις μας την ελευθερία, όπως γίνεται στα ποινικά δικαστήρια, κρίνουμε όμως την οικονομική τους ελευθερία και αποφαινόμεθα πολλές φορές για τον «οικονομικό τους θάνατο»».
Συμφέρει τον φορολογούμενο, ρωτήσαμε τον κ. Πρέζα, να προσφεύγει στα δικαστήρια, όταν αμφισβητεί τον φόρο που του επβιβλήθηκε και λάβαμε καταφατική απάντηση με την πρόσθεση διευκρίνιση. Για διαφορές φόρων άνω των 200.000 δρχ. οι πολίτες μπορούν, σύμφωνα με τον νόμο, να προσφύγουν μόνο στο Πρωτοδικείο. Είτε δικαιωθούν είτε όχι δεν μπορούν να προσφύγουν στο Εφετείο. Για ποσό διαφοράς 500.000 δρχ. δεν μπορούν να κάνουν αναίρεση και να κριθεί η υπόθεσή τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η Ελλάδα λοιπόν στα δικαστήρια αναστενάζει δίνοντας μάχες για να γλιτώσει ό,τι γλιτώσει από φόρους και πρόστιμα. Και ενώ οι φορολογούμενοι ζητούν να «κοντύνουν» τα χέρια του Δημοσίου που απειλητικά απλώνονται στις τσέπες τους, οι δικαστές κρίνουν και σταθμίζουν. Το δίκαιο των πολιτών και το συμφέρον του Δημοσίου. Και όπου γείρει η ζυγαριά. Το «χρηματιστήριο της Δικαιοσύνης»
ΣΤΕΓΑΖΟΝΤΑΙ απέναντι από το Χρηματιστήριο και θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν το «χρηματιστήριο της δικαιοσύνης». Ο λόγος για τα διοικητικά δικαστήρια της Αθήνας, εκεί όπου χιλιάδες πολίτες αντιδικούν με το Δημόσιο για την καταβολή φόρων δισεκατομμυρίων. Από τις αποφάσεις αυτών των δικαστηρίων εξαρτά το κράτος έσοδα που οι αριθμοί τους ξεπερνούν τα εννέα ψηφία. Μια έρευνα που διεξήγαγε εν έτει 1997 η Ενωση των Διοικητικών Δικαστών αποδεικνύει του λόγου το αληθές και καταδεικνύει τούτο: τα διοικητικά δικαστήρια, πρωτίστως, με τις αποφάσεις τους αποτελούν «ταμείο» του κράτους.
Η όποιες δυσλειτουργίες τους έχουν άμεση επίπτωση στην είσπραξη των εσόδων του κράτους καθώς η εκκαθάριση των σχετικών υποθέσεων (φορολογικών) είναι κρίσιμη μιας και μόνον όταν εκδίδεται απόφαση ο φορολογούμενος υποχρεούται να πληρώσει τους φόρους που του έχουν βεβαιωθεί. Οι υποθέσεις που φθάνουν προς εκδίκαση αφορούν πολλές φορές διαφορές φόρων δισεκατομμυρίων και ποσά αστρονομικά από τη μη καταβολή του ΦΠΑ αλλά και τα πρόστιμα που επιβάλλουν οι φορολογικές αρχές για σωρεία παραβάσεων, όπως μη τήρηση βιβλίων, παράθεση ανακριβών στοιχείων και άλλα.
Σύμφωνα με την έρευνα της Ενωσης των Διοικητικών Δικαστών, όπως δηλώνει προς «Το Βήμα» η γενική γραμματέας της Ενωσης, διοικητική πρωτοδίκης κυρία Αγγελική Λέζα – Παπαπαναγιώτου, προκύπτει ότι για το 1997 μόνο από τις εκκρεμείς υποθέσεις, όχι εκείνες που δικάστηκαν, το Δημόσιο έχει λαμβάνειν 60 δισεκατομμύρια δραχμές!
Οι υποθέσεις που εκκρεμούν ανέρχονται σε 28.000 περίπου μόνο στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών. Για τη Θεσσαλονίκη τώρα, από τις αδίκαστες υποθέσεις το κράτος έχει να εισπράξει 50 δισ. δραχμές, ενώ από το δικαστήριο της Κορίνθου άλλα εξήντα (πάντα δισ. εννοείται). Συνολικά για όλη την επικράτεια το ποσό ξεπερνά ίσως το μισό τρισεκατομμύριο και υπολογίζεται στο 0,3% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος!