Η επόμενη ημέρα της συνταγματικής μεταρρύθμισης που ψήφισε η Βουλή – και μάλιστα με ομοφωνία όλων των κομμάτων – για τη διοικητική Δικαιοσύνη έφερε στο ίδιο τραπέζι το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια. Από κοινού συμφώνησαν και πρότειναν λύσεις για όσα το Σύνταγμα έχει ορίσει ως το αύριο της διοικητικής Δικαιοσύνης. Και τις προτάσεις τους αυτές, που απλά υλοποιούν τη συνταγματική μεταρρύθμιση που είναι πλέον γεγονός, υπέβαλαν στον υπουργό Δικαιοσύνης. Και ενώ όλοι χωρίς εξαίρεση περίμεναν το αυτονόητο, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης επέλεξε όχι τον κανόνα αλλά την εξαίρεσή του. Ετοίμασε νομοσχέδιο – εκτελεστικό νόμο του Συντάγματος δηλαδή (είναι οι νόμοι εκείνοι που πρέπει να εκδοθούν και μάλιστα άμεσα προκειμένου οι νέες συνταγματικές ρυθμίσεις να λειτουργήσουν), και κατόρθωσε να προκαλέσει τόσες αντιδράσεις και αναστάτωση στη Δικαιοσύνη όσες δύσκολα θα φανταζόταν κανείς. Εν μια νυκτί το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια βρέθηκαν αντιμέτωπα με το υπουργείο Δικαιοσύνης – το ΣτΕ μάλιστα για πρώτη φορά μετά το 1993 όταν η τότε υπουργός κυρία Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη είχε επιχειρήσει παρέμβαση στο Ε’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας -, οι δικαστικές ενώσεις (Συμβουλίου της Επικρατείας και διοικητικών δικαστών) με σκληρές ανακοινώσεις επιτέθηκαν στον υπουργό, ενώ οι δικαστικοί λειτουργοί του ανωτάτου δικαστηρίου αλλά και των διοικητικών δικαστηρίων βρίσκονται σε αναστάτωση. Ακόμη και ο πάντα ψύχραιμος και πάντα οπαδός του διαλόγου πρόεδρος του ΣτΕ κ. Χρήστος Γεραρής φέρεται έντονα ενοχλημένος με τις επιλογές του υπουργείου και διατεθειμένος να φθάσει το θέμα πιο ψηλά.
Ας δούμε όμως πώς τα κατάφερε η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης – και γιατί – να προκαλέσει τριβές εκεί που δεν υπήρχαν και αναστάτωση εκεί που όλα ήταν ήρεμα.
Ολα ξεκίνησαν όταν ο υπουργός κ. Φίλιππος Πετσάλνικος αποφάσισε – και σωστά – να προωθήσει προς ψήφιση τον εκτελεστικό νόμο του νέου Συντάγματος που θα ρυθμίσει με λεπτομέρειες όσα η Αναθεωρητική Βουλή προσφάτως αποφάσισε να ισχύουν στο εξής για τη διοικητική Δικαιοσύνη.
Τι είχε αποφασίσει η Αναθεωρητική Βουλή και τι ορίζει το νέο Σύνταγμα εν προκειμένω; Ορίζει ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας στο εξής – κάτι που ως τώρα εθεωρείτο αδιανόητο – θα φθάνουν και θα καταλαμβάνουν θέσεις συμβούλων και οι δικαστές των διοικητικών δικαστηρίων. Δηλαδή ορισμένες – το Σύνταγμα λέει το 1/5 από τις θέσεις των συμβούλων του ΣτΕ – θα δίδεται σε έναν δικαστή από τα διοικητικά δικαστήρια (πρόεδρο εφετών). Οι πρώτοι στην ιστορία της διοικητικής δικαιοσύνης πρόεδροι εφετών που θα φθάσουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας θα πάνε τον προσεχή Ιούνιο. Τότε γίνονται οι προαγωγές στη Δικαιοσύνη.
Με δεδομένη λοιπόν τη συνταγματική μεταβολή (υπερψηφίστηκε από όλα τα κόμματα), Συμβούλιο της Επικρατείας και διοικητικά δικαστήρια συμφώνησαν σε κοινή γραμμή πλεύσης. Υπέβαλαν μάλιστα γραπτώς τη σχετική ρύθμιση στο υπουργείο. Ετσι λοιπόν για να εφαρμοστεί το Σύνταγμα άμεσα και οι διοικητικοί δικαστές να πάνε στο ΣτΕ (συνολικά δέκα σε μια πενταετία) το υπουργείο Δικαιοσύνης στο πλαίσιο του εκτελεστικού νόμου του Συντάγματος που θα προωθήσει στη Βουλή οφείλει να προβλέψει και δύο νέες θέσεις συμβούλων της Επικρατείας. Διότι, αν δεν προβλέψει νέες θέσεις, η συνταγματική μεταβολή ακυρώνεται και προκαλείται πρωτοφανής αναστάτωση στη λειτουργία της διοικητικής Δικαιοσύνης. Και να γιατί. Οι διοικητικοί δικαστές για να εξελιχθούν στον βαθμό του συμβούλου του ΣτΕ πρέπει να υπάρχουν θέσεις. Οι υπάρχουσες που μένουν κενές, όταν ένας σύμβουλος της Επικρατείας συνταξιοδοτηθεί, είναι ελάχιστες – για φέτος μόνον μία – και επιπλέον αυτές οι ελάχιστες καταλαμβάνονται από τους δικαστές του ανωτάτου δικαστηρίου.
Και ενώ η πρόβλεψη δύο θέσεων συμβούλων του ΣτΕ για φέτος και συνολικά δέκα σε μία πενταετία προτάθηκε από κοινού από το ΣτΕ και τους διοικητικούς δικαστές εν τούτοις το υπουργείο – για άγνωστους λόγους – δεν προχώρησε στη θεσμοθέτησή της.
Να σημειωθεί εδώ ότι η πρόβλεψη δύο θέσεων ούτε κόστος συνεπάγεται ούτε άλλες συνέπειες επιφέρει. Η άρνηση του υπουργού Δικαιοσύνης κ. Φ. Πετσάλνικου, παρά τις επανειλημμένες περί του αντιθέτου εισηγήσεις τόσο του προέδρου του ΣτΕ όσο και των διοικητικών δικαστών, να προβεί σε νομοθετική ρύθμιση που να υλοποιεί τη νέα συνταγματική διάταξη για τη διοικητική Δικαιοσύνη τον έχει φέρει αντιμέτωπο με τον κ. Χρήστο Γεραρή αλλά και σύσσωμη τη διοικητική Δικαιοσύνη (Συμβούλιο της Επικρατείας και διοικητικά δικαστήρια).
Η σκληρή και ασυνήθιστη ανακοίνωση της Ενώσεως των Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας που διαπιστώνουν ότι «το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν έχει κατανοήσει την εμβέλεια της μεγάλης θεσμικής μεταβολής» και μέμφονται τον υπουργό ότι «προωθεί σχέδιο νόμου, ερχόμενο σε απόλυτη αντίθεση με την ομόφωνη, ρητά και κατηγορηματικά εκφρασμένη, βούληση της Αναθεωρητικής Βουλής και καθιστώντας κατ’ ουσίαν ανενεργές τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις» είναι αποκαλυπτική για την πραγματικότητα στις σχέσεις του υπουργείου και της διοικητικής Δικαιοσύνης.
Πληροφορίες μάλιστα αναφέρουν ότι ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας θα ζητήσει την παρέμβαση του Πρωθυπουργού κατά την παρουσία του κ. Κ. Σημίτη στα εγκαίνια των νέων διοικητικών δικαστηρίων που θα γίνουν την προσεχή Τετάρτη 17 Απριλίου παρουσία της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και ασφαλώς του υπουργού της. Οπερ αναμένονται εξελίξεις και μακάρι να είναι θετικές.