Εγώ ο δικαστής

Δικαστές και εισαγγελείς. Οι άνθρωποι που κρατούν τη ζυγαριά της Θέμιδος και μας δικάζουν! Κρίνουν τις παραβάσεις μας, λύνουν τις διαφορές μας. Ολο και συχνότερα τελευταία δικαστικές αποφάσεις και συμπεριφορές ελάχιστων έστω δικαστικών λειτουργών προκαλούν την κοινή περί δικαίου συνείδηση, ενώ η ηγεσία του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας καταβάλλει προσπάθειες για αυτοκάθαρση στον νευραλγικό χώρο της Θέμιδος.

Ποιοι είναι όμως οι δικαστές μας; Τι πιστεύουν για την απονομή της δικαιοσύνης, πώς βλέπουν τους δικαζόμενους πολίτες και πώς αξιολογούν τους κατηγορουμένους και τους μάρτυρες;

«Το Βήμα» με αφορμή την ετήσια γενική συνέλευση των δικαστών και εισαγγελέων που πραγματοποιείται σήμερα το πρωί (παρευρίσκονται η ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης και εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων), όπου τα προβλήματα της Θέμιδος τίθενται επί τάπητος και αναζητούν λύσεις, ανοίγει τον φάκελο των δικαστών μας. Αποκαλύπτει την αθέατη πλευρά τους, έτσι όπως καταγράφηκε στη μοναδική έρευνα που έγινε στη χώρα μας από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Οι δικαστές, απαντώντας ανωνύμως, καταθέτουν «την ψυχή τους» και μιλάνε για όλα!

Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι εντυπωσιακά. Μόνο το 5,7% των δικαστών δηλώνει απόλυτα ικανοποιημένο από τη λειτουργία της δικαιοσύνης! Το ήθος γι’ αυτούς «μετράει» πάνω από όλα. Το πρώτο προσόν για ένα δικαστή, λένε. Και αποκαλύπτουν: ποιους μάρτυρες θεωρούν αξιόπιστους· ποιοι και γιατί τους πείθουν. Αλλά αν οι δικαστές μας «βλέπουν» τη δικαιοσύνη από μέσα, οι πολίτες πώς τους αντιμετωπίζουν; Τους θεωρούν ανεξάρτητους και έντιμους;

Δύο δικαστές, ένας εφέτης και ένας πρωτοδίκης, δέχθηκαν να μιλήσουν προς «Το Βήμα» για τις εμπειρίες τους, για τους πολίτες που δικάζουν, για τη δικαιοσύνη, για τον τρόπο που οι ίδιοι αντιμετωπίζουν δικαίους και αδίκους. Πώς αξιολογούν τους εαυτούς τους

ΑΛΗΘΕΙΑ, πόσο ικανοποιημένοι είναι οι ίδιοι οι δικαστές από τον τρόπο που απονέμουν δίκαιο στους πολίτες; Θεωρούν ότι έχουν τα εφόδια να ανταποκριθούν στο δύσκολο έργο τους; Πιστεύουν ότι τα προσόντα ενός δικαστή εξαντλούνται στις νομικές γνώσεις ή μήπως στη ζυγαριά της ευθυκρισίας τους μετρούν περισσότερο άλλες ιδιότητες, ώστε να κρίνουν ορθότερα και δικαιότερα τους παραβάτες του νόμου και να λύνουν τις διαφορές των πολιτών;

Η έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, μοναδική ως σήμερα, «ακτινογραφεί» το δικαστικό σώμα και αποκαλύπτει την αθέατη, την άγνωστη πλευρά των δικαστών μας. Τα συμπεράσματά της είναι εντυπωσιακά. Οι δικαστές έδωσαν ειλικρινείς απαντήσεις και «έβγαλαν» τον εαυτό τους και τις βαθύτερες αγωνίες τους καθώς τα σχετικά ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν ανωνύμως. Ετσι, μόνο σε ποσοστό 5,7% οι δικαστές μας δηλώνουν απόλυτα ικανοποιημένοι από τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης! Οι υπόλοιποι είτε είναι «σχετικά ικανοποιημένοι» είτε απαντούν αρνητικά. Οι δυσλειτουργίες της Θέμιδας, ο τεράστιος όγκος δικογραφιών που συσσωρεύονται στα δικαστήρια, οι ρυθμοί χελώνας με τους οποίους κινείται η δικαιοσύνη (εγγίζουν συχνά τα όρια της αρνησιδικίας) είναι οι βασικότεροι παράγοντες απογοήτευσης ακόμη και των ίδιων των δικαστών.

Τόσο απογοητευμένοι εμφανίζονται μάλιστα που το 44,8% δεν θα ήθελαν τα παιδιά τους να γίνουν δικαστές! Σημαντικό είναι το γεγονός πως η θέση τους αυτή εκφράζεται ανεξάρτητα από την ηλικία τους, τον χρόνο υπηρεσίας, την κοινωνική τους προέλευση και την οικονομική τους κατάσταση. Οι εισαγγελείς που μετείχαν στην έρευνα διαφοροποιούνται ελάχιστα στις θετικές απαντήσεις από τους δικαστές αλλά σε γενικές γραμμές το δικαστικό σώμα φαίνεται πως δεν είναι ικανοποιημένο από τον τρόπο λειτουργίας της δικαιοσύνης.

Αν οι δικηγόροι συνήθως προτιμούν τον «διαβασμένο» δικαστή, οι δικαστές μας πιστεύουν για τον εαυτό τους ό,τι και οι απλοί πολίτες! Θεωρούν ότι το ήθος είναι πάνω από όλα. Και το ιεραρχούν ως πρώτο στα προσόντα που πρέπει να έχει ένας δικαστής ενώ σε δεύτερη μοίρα θέτουν τη νομική κατάρτιση! Σε σχετική ερώτηση ποιες ιδιότητες είναι εκείνες που κατά τη γνώμη τους πρέπει να διακρίνουν έναν δικαστή απαντούν: Πρώτα το ήθος (ποσοστό 18,1%). Μετά η νομική κατάρτιση (15,8%). Ο ορθολογισμός και το ανεπηρέαστον της κρίσης του σε ποσοστά 11,1% και 9,7% αντίστοιχα. Και αμέσως μετά με μικρότερα ποσοστά αξιολογούν ως σημαντικές ιδιότητες την ακεραιότητα του χαρακτήρα, την ανθρωπιά, την ψυχραιμία, την επιμέλεια, με τελευταία στον πίνακα των απαντήσεων τη σοβαρότητα και τη λιτότητα!

Επιβεβαιώνουν έτσι τη ρήση ανωτάτου εισαγγελικού λειτουργού που δεν ζει πια και ο οποίος συνήθιζε να λέγει: «Τα νομικά μαθαίνονται, το ήθος, άμα δεν υπάρχει, δυστυχώς δεν διδάσκεται»! Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει πως οι δικαστές μας υποτιμούν τη γνώση της επιστήμης τους και μάλιστα σε μια εποχή όπου η εξειδίκευση είναι αναγκαία. Αντιθέτως. Το 88,5% των δικαστών κρίνουν ως απαραίτητη την εξειδίκευσή τους και μόνο ποσοστό 11,5% την θεωρεί περιττή! Βέβαια εξειδίκευση η πολιτεία δεν προσφέρει και η ειδική γνώση επαφίεται στη φιλοτιμία των ιδίων. Αλλά ο φόρτος της εργασίας και η καθημερινή κούραση δεν επιτρέπουν σε πολλούς το διάβασμα και την επιμόρφωση. Ετσι, μόνο 27,6% των δικαστών μας και 47,4% των εισαγγελέων διαβάζουν και ενημερώνονται για τις εξελίξεις στο δίκαιο, ενώ οι υπόλοιποι «βολεύονται» με όσα ξέρουν ή ανατρέχουν όταν χρειαστεί.

Η έλλειψη εξειδίκευσής τους, ανάλογα με τον τομέα του δικαίου, αποτελεί όμως για τους ίδιους την πρώτη αιτία που τους εμποδίζει να ανταποκριθούν με πληρότητα στο έργο τους, ενώ τροχοπέδη για την ορθή απονομή του δικαίου θεωρούν και την ελλιπή στελέχωση της δικαιοσύνης, τον μεγάλο αριθμό των υποθέσεων που καλούνται καθημερινά να κρίνουν, τα ακατάλληλα δικαστικά κτίρια, την πολυνομία, τις απανωτές και χωρίς σχεδιασμό τροποποιήσεις της νομοθεσίας που «μπερδεύουν» ακόμη και τους ειδικούς, την ανυπαρξία δικαστικής αστυνομίας, την απουσία επιστημονικής υποστήριξης και δεκάδες άλλα άλυτα προβλήματα που ταλανίζουν την τρίτη εξουσία και κυρίως τον δικαζόμενο πολίτη.

Εκεί όμως όπου ο δικαστής «δικαιώνει» τον ρόλο του και προκαλεί δέος στους πολίτες είναι ασφαλώς στα ποινικά δικαστήρια. Εκεί όπου κρίνει την πράξη τη δραστηριότητα, την προσωπικότητα, τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου. Και αποφασίζει μόνον αυτός για την τύχη του, για τη στέρηση της ελευθερίας του, για την καταδίκη του. Τι πιστεύουν, λοιπόν, οι λειτουργοί της Θέμιδας για την ποινή, που καθημερινά τουλάχιστον οι ποινικοί δικαστές και οι εισαγγελείς επιβάλλουν κρίνοντας δικαίους και αδίκους;

Ενθαρρυντικό για την αντίληψη των δικαστών μας είναι το αποτέλεσμα της έρευνας. Μόνο ένας στους τέσσερις δικαστές πιστεύει πως η ποινή σημαίνει πάντα τιμωρία. Εχει δηλαδή τη θέση πως ο ρόλος της ποινής μόνο τιμωρητικός μπορεί να είναι. Αντίθετα το 57,47% θεωρεί ότι η ποινή και ο εγκλεισμός του δράστη μιας παράβασης στοχεύει ­ και πρέπει να στοχεύει ­ στην κοινωνική του αναμόρφωση, στην επανένταξή του, στη βελτίωσή του. Ακόμη μικρότερο ποσοστό (17,25%) τάσσεται υπέρ του συγκερασμού των δύο απόψεων: και τιμωρία και κοινωνική αναμόρφωση.

Αλλωστε σε κοινωνικά αίτια αποδίδουν στη συντριπτική πλειονότητα οι δικαστές μας την εγκληματικότητα αλλά σε σχετικές ερωτήσεις αρνούνται να πάρουν σαφή θέση για την αποποινικοποίηση ορισμένων εγκλημάτων και συμπεριφορών (ναρκωτικά και άλλα) υπεραμυνόμενοι μιας αντίληψης που τους θέλει άτεγκτους εφαρμοστές του νόμου και όχι κριτές των νομοθετικών επιλογών. Πώς «μετράνε» τους μάρτυρες

ΠΩΣ φιλτράρει αλήθεια η δικαιοσύνη όσα «ακούει»; Οι ίδιοι οι δικαστές αποκαλύπτουν, στο πλαίσιο της έρευνας που παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα», την αθέατη πλευρά του τρόπου με τον οποίο απονέμεται η δικαιοσύνη. Πώς δηλαδή οι ίδιοι αξιολογούν όσα τους λένε εκείνοι που προσέρχονται ως μάρτυρες και καταμαρτυρούν επί δικαίων και αδίκων. Ποιοι τους πείθουν ότι λένε την αλήθεια.

Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται ένας μάρτυρας, το μορφωτικό του επίπεδο, η σοβαρότητά του και άλλα εξωτερικά χαρακτηριστικά δημιουργούν τεκμήρια αξιοπιστίας και επηρεάζουν θετικά τους δικαστές μας. Το πόσο μορφωμένος είναι ο μάρτυρας εκτιμάται από το 21,8% των λειτουργών της Θέμιδος ως τεκμήριο αξιοπιστίας ενώ και ο τρόπος που καταθέτει (άνετος, ετοιμόλογος, πειστικός) αξιολογείται ως σημαντικό στοιχείο ειλικρίνειας από το 16%. Οι δικαστές μας, όπως προκύπτει από την έρευνα, δεν «στέκονται» στην κοινωνική θέση του μάρτυρα και ­ το σημαντικότερο: δεν προσμετρούν καθόλου στα συν για την αξιοπιστία του την οικονομική του κατάσταση!

Βεβαίως το προβάδισμα που δίδουν στους μορφωμένους και στους ετοιμόλογους εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει πολλά. Και τούτο διότι, όπως αναφέρεται και στα συμπεράσματα της έρευνας, οι μορφωμένοι και οι ετοιμόλογοι συνήθως δεν συγκαταλέγονται στους πληβείους, ούτε στα άτομα που κινούνται ­ κατά κανόνα ­ στο κοινωνικό περιθώριο. Ασυνείδητα λοιπόν οι δικαστές μας ίσως εμπιστεύονται εκείνους που ανήκουν στα μεσαία και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.

Εντυπωσιακά είναι τα αποτελέσματα της έρευνας για το πώς αξιολογούν οι δικαστές μας τη μαρτυρία των οργάνων της τάξεως που συνήθως εμφανίζονται συχνά στα ακροατήρια ως μάρτυρες κατηγορίας. Στο ερώτημα αν θεωρούν περισσότερο βαρύνουσα ­ και άρα πιο αξιόπιστη ­ τη μαρτυρία ενός αστυνομικού από εκείνη ενός απλού πολίτη δίδουν απαντήσεις που δεν συνηγορούν υπέρ των αστυνομικών. Μόνο το 15% των δικαστικών θεωρούν τους αστυνομικούς πιο αξιόπιστους ενώ το 85% απαντούν «όχι» ή «εξαρτάται».

Πώς όμως αντιμετωπίζουν τους μάρτυρες υπεράσπισης; Τα όσα θετικά (συνήθως) λένε για τον κατηγορούμενο «μετράνε»; Ή μήπως οι δικαστές ακούνε τους μάρτυρες υπεράσπισης από νομική και μόνο υποχρέωση; Οι ίδιοι δίδουν απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα και στη συντριπτική πλειονότητα θεωρούν τη μαρτυρία εκείνων που προσέρχονται να υπερασπιστούν τον κατηγορούμενο απαραίτητη και αξιόλογη ανάλογα βέβαια με το τι καταθέτουν. Το 25% μάλιστα τους θεωρεί αξιόπιστους ενώ ποσοστό 33,6% κρατά κάποιες επιφυλάξεις και απαντά «εξαρτάται». Βεβαίως το 41,4% δεν πιστεύει a priori τους μάρτυρες υπεράσπισης.

Αλλά και για τον όρκο οι δικαστές μας, ακόμη και σήμερα, εκτιμούν ότι έχει κάποια ωφελιμότητα. Στο ερώτημα αν είναι απαραίτητος, χρήσιμος ή περιττός το 48,3% εκτιμά τον όρκο ως χρήσιμο και μόνο το 9,2% τον θεωρεί περιττό. Η αναγνώριση ελαφρυντικών και οι εκ του νόμου δυνατότητες Πότε αποφασίζουνμε επιείκεια και ευαισθησία

«DURA lex, sed lex» (σκληρός ο νόμος, αλλά νόμος) έλεγαν οι Ρωμαίοι. Από τότε όμως κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της ιστορίας. Οι δικαστές μας καθημερινά κάνουν μικρά και μεγάλα βήματα στην κατεύθυνση να απονέμουν δίκαιο με κριτήρια σύγχρονα και με ευαισθησία. Κανένα νόμισμα όμως δεν έχει μόνο μια όψη. Η δικαστηριακή πρακτική επιβεβαιώνει αυτόν τον κανόνα. Αποφάσεις με ανθρωπιά εκδίδονται πολλές, δεν λείπουν όμως και εκείνες που αντιμετωπίζουν τους παραβάτες με σκληρότητα και τους κρίνουν με τα τυπικά κριτήρια του νόμου.

Σε ποιες υποθέσεις όμως οι δικαστές μας αποδεικνύουν στην πράξη την ευαισθησία τους; Ο πρώην πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κ. Παν. Κωστάκος, με πολύχρονη εμπειρία στα δικαστήρια ουσίας, κωδικοποιεί τις κατηγορίες υποθέσεων όπου οι δικαστές κρίνουν με επιείκεια. Τα οικονομικά εγκλήματα, όταν τελούνται από οικονομικά ασθενέστερους, οι υποθέσεις με δράστες ανήλικους, άνεργους χρήστες και γενικά εξηρτημένους αλλά και εκείνες που αφορούν συμπεριφορές που διώκονται ποινικά χωρίς όμως να παράγουν ιδιαίτερη ηθική απαξία.

Για παράδειγμα, διώξεις κατά ιδιοκτητών ακινήτων για καθυστέρηση καταβολής εισφορών σε ασφαλιστικά ταμεία για την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών. Παρά τα βήματα όμως που είναι υπαρκτά και πολλές φορές τολμηρά, εκατοντάδες είναι οι περιπτώσεις όπου οι δικαστές, μένοντας προσκολλημένοι στο γράμμα του νόμου, επιβάλλουν δυσανάλογα αυστηρές ποινές για μια παράβαση. Το ζητούμενο όμως είναι ένα: Πρέπει οι δικαστές μας να είναι επιεικείς; Να αντιμετωπίζουν διαδίκους και κατηγορουμένους με ευαισθησία;

Η επιείκεια είναι από τις βασικές αρχές του δικαίου μας. Η αναγκαιότητά της στη δικαστική κρίση είχε επισημανθεί άλλωστε και από τον Σταγειρίτη φιλόσοφο Αριστοτέλη, ο οποίος πριν από 2.500 χρόνια είχε ευστόχως επισημάνει: «Και εστίν η φύσις η του επιεικούς επανόρθωμα του νόμου»!

Εχει ευχέρειες ο δικαστής από τον νόμο ­ γιατί ασφαλώς δεν μπορεί να παρανομήσει ­ ώστε να υλοποιήσει αυτή τη βασική αρχή του δικαίου μας; Ο αρεοπαγίτης κ. Ευ. Κρουσταλάκης επισημαίνει πως «ο δικαστής μέσα στα πλαίσια του νόμου έχει πάντα τη δυνατότητα να εκφράσει και ανθρωπιά και ευαισθησία. Και αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Με την αλλαγή του ποινικού χαρακτηρισμού μιας πράξεως, αλλά κυρίως με την αναγνώριση ελαφρυντικών στον δράστη μιας παράβασης».

Ο νόμος λοιπόν το επιτρέπει. Στο χέρι των λειτουργών της Θέμιδας είναι να μη δικάζουν ως άτεγκτοι επαγγελματίες και από έδρας. Και όσο τα χρόνια περνούν οι ευαίσθητοι δικαστές αυξάνονται. Η επέλαση των γυναικών

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ της Θέμιδος στο τέλος του 20ού αιώνα θα έχει γυναικεία χαρακτηριστικά! Το 90% των δικαστών που θα μας δικάζουν αύριο θα είναι γυναίκες. Η Εθνική Σχολή των Δικαστών, στα θρανία της οποίας σήμερα σπουδάζουν εκείνοι που σε λίγα χρόνια θα αναλάβουν το τιμόνι της δικαιοσύνης, είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα γυναίκες. Στους εξήντα σπουδαστές της Σχολής μόνο τέσσερις είναι άνδρες!

Γένους θηλυκού λοιπόν η δικαιοσύνη του μέλλοντός μας. Ποιο, όμως, θα είναι το προφίλ των αυριανών δικαστών μας; Δικαστές που θα αντιλαμβάνονται τα μηνύματα της πολυσύνθετης εποχής μας, τον παλμό της ζωής, το βαθύτερο και ουσιαστικό νόημα των νόμων είναι οι στόχοι του φιλόδοξου προγράμματος εκπαίδευσης των σπουδαστών της Εθνικής Σχολής Δικαστών, που συμπληρώνει σε λίγο ένα χρόνο λειτουργίας στη Θεσσαλονίκη και αποτελεί το φυτώριο για τη στελέχωση της δικαιοσύνης.

Το προφίλ του δικαστή, που αγκιστρωμένος στην τυπική εφαρμογή του νόμου και θαμμένος στις δικογραφίες απομονώνεται από το κοινωνικό γίγνεσθαι, είναι ακριβώς αυτό που επιχειρείται να ανατραπεί, με το επιστημονικά μελετημένο πρόγραμμα εκπαίδευσης των νέων που μυούνται στην τέχνη της απονομής του δικαίου συνδυάζοντας τη θεωρητική κατάρτιση με την πρακτική και την ευρύτερη παιδεία. Οι γνώσεις που τους παρέχονται είναι πράγματι ενδιαφέρουσες: Οικολογία, Δικαστική Δεοντολογία, Δικαστική Ψυχιατρική, Πληροφορική, Οικονομική Επιστήμη, Ιστορία της Δικαιοσύνης, Επικοινωνία ­ ακόμη και μάθημα για τις σχέσεις του δικαστή με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ­ είναι μόνον ορισμένοι κύκλοι από τους δεκάδες που περιλαμβάνονται στα εκπαιδευτικά προγράμματα της Σχολής.

Η θεωρία, όμως, απέχει συνήθως παρασάγγας από την πράξη. Γι’ αυτό τον λόγο μεγάλο βάρος στην εκπαίδευση των νέων δικαστών δίδεται στην απόκτηση πρακτικής εμπειρίας. Παραμονή σε σωφρονιστικά καταστήματα, παρακολούθηση διαδικασίας σε ακροατήρια, συμμετοχή σε εικονικές δίκες, ολιγοήμερη θητεία σε υπηρεσίες του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αλλά και άλλων δημοσίων υπηρεσιών περιέχονται ως αναγκαία στοιχεία σπουδής των μελλοντικών δικαστών μας.

Οι σπουδαστές, που επελέγησαν μετά από αυστηρότατο διαγωνισμό, θα στελεχώσουν αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους όλο το φάσμα της δικαστικής λειτουργίας, από τα ανώτατα δικαστήρια ως τα πρωτοδικεία και τις εισαγγελίες. Από την Εθνική Σχολή Δικαστών θα αποφοιτήσουν δικαστές που θα στελεχώσουν το Συμβούλιο της Επικρατείας, την τακτική και διοικητική δικαιοσύνη αλλά και την εισαγγελική αρχή.

Γιατί, όμως, τόσο λίγοι άνδρες στην Εθνική Σχολή Δικαστών; Η εντυπωσιακή παρουσία των γυναικών, που πριν από λίγα χρόνια ήταν η εξαίρεση του κανόνα στις έδρες των δικαστηρίων, θα αλλάξει ριζικά τη φυσιογνωμία της Θέμιδας. Οι γυναίκες που έχουν ήδη εισβάλει δυναμικά στη δικαιοσύνη, παραδοσιακό προπύργιο των ανδρών, διεκδικούν σε λίγα χρόνια τη συντριπτική πλειονότητα στο σύνολο των δικαστών μας. Το φαινόμενο της «θηλυκοποίησης», όπως το αποκαλούν οι ειδικοί, οφείλεται και σε παράγοντες που αφορούν τους άνδρες. Οι χαμηλές αποδοχές, η καθήλωση επί χρόνια των νέων δικαστών στις κατώτερες βαθμίδες της δικαστικής ιεραρχίας (η δικαστική επετηρίδα έχει μπλοκάρει προ πολλού) δίδουν την απάντηση στο ερώτημα γιατί οι άνδρες γυρίζουν την πλάτη πια στη δικαιοσύνη και αρνούνται να κάνουν καριέρα στο δικαστικό σώμα.

Με πολλές γυναίκες και ελάχιστους άνδρες για τη δικαιοσύνη του αύριο, το ζητούμενο είναι ένα: οι δικαστές να μπορούν να ανταποκριθούν στις σύνθετες συνθήκες λειτουργίας της δικαιοσύνης, στις ανάγκες των καιρών και στα αιτήματα των πολιτών που ζητούν έννομη προστασία. Ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Στ. Ματθίας, ο οποίος έχει διατελέσει διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δικαστών, συμπυκνώνει το προφίλ των δικαστών του 21ου αιώνα. «Στόχος μας είναι όχι να συσσωρεύσουμε στη μνήμη τους γνώσεις, αλλά να ασκήσουμε την κρίση τους, να τους μάθουμε να σκέπτονται, να επικοινωνούν με τον παλμό της ζωής. Να τους μεταδώσουμε το δικαστικό φρόνημα: μετριοπάθεια, αυτοσεβασμό και αίσθημα ευθύνης».

Scroll to Top