Τα τελευταία χρόνια άρχισε – δειλά στην αρχή, αλλά σταθερά πλέον – να αποδίδεται ευθύνη και στους δικαστές για τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, μια από τις μεγάλες παθογένειες του δικαστικού μας συστήματος, που κοστίζει στο κράτος δικαίου, στους πολίτες, αλλά και στην οικονομία.
Πρώτα ο Αρειος Πάγος ήταν που ξεκίνησε απολύσεις δικαστικών λόγω ανεπάρκειας στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, με αποτέλεσμα μέσα σε τρία χρόνια οι απολυμένοι δικαστικοί να φτάνουν ήδη τα 35 άτομα. Παράλληλα νέες απολύσεις δρομολογούνται από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για όσους έχουν πολύχρονες καθυστερήσεις στην έκδοση των αποφάσεων, ενώ οι πειθαρχικοί έλεγχοι και οι αντίστοιχες ποινές για τη μη έγκαιρη εκτέλεση των καθηκόντων από δικαστές και εισαγγελείς έχουν αυξηθεί σε σχέση με το παρελθόν, όταν η κακώς εννοούμενη συναδελφική αλληλεγγύη κάλυπτε τέτοια φαινόμενα, προκαλώντας μεγάλες ταλαιπωρίες και πολλές φορές ανεπανόρθωτες ζημιές σε δικαζόμενους πολίτες.
Μέσα σε αυτό το κλίμα απόδοσης ευθυνών και σε δικαστές για την καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, στην οποία έχουν μερίδιο – καθώς το μεγάλο πρόβλημα της μη έγκαιρης έκδοσης αποφάσεων οφείλεται σε πολλούς παράγοντες με τη βασική ευθύνη να βαρύνει την Πολιτεία –, νέος νόμος που ψηφίστηκε την περασμένη Παρασκευή προβλέπει νέα μέτρα για τους δικαστές που δεν εργάζονται και δεν αποδίδουν.
Τι αλλάζει ο νέος νόμος
Ειδικότερα στον νέο νόμο που ψηφίστηκε για την ενδοοικογενειακή βία περιλήφθηκαν σειρά διατάξεων για τους δικαστές, με βασική εκείνη του άρθρου 73 που προβλέπει την περικοπή μισθού για δικαστές και εισαγγελείς που από τον πειθαρχικό έλεγχο που διενεργείται από τους αρμοδίους προκύπτει ότι δεν εκδίδουν εγκαίρως αποφάσεις και δεν ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους.
Η περικοπή μισθού που ορίζεται ανάλογα με την καθυστέρηση που έχει ένας δικαστικός θα γίνεται στο εξής όχι από τον προϊστάμενό του, όπως ίσχυε έως τώρα, αλλά από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή την Εισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όταν είναι δικαστές και εισαγγελείς που υπηρετούν στη λεγόμενη τακτική Δικαιοσύνη (πολιτικές και ποινικές υποθέσεις), ενώ για τους διοικητικούς δικαστές τέτοιο δικαίωμα επιβολής περικοπής μισθού αναγνωρίζει ο νόμος στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, στον Γενικό Επίτροπο των Διοικητικών Δικαστηρίων και στον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε ό,τι αφορά τους δικαστές του τρίτου ανώτατου δικαστηρίου.
Η πρόβλεψη του νόμου ώστε η περικοπή του μισθού σε δικαστές που δεν ανταποκρίνονται να γίνεται από τους προέδρους και άλλους δικαστικούς παράγοντες που κατέχουν ηγετικές θέσεις στο δικαστικό σώμα αιτιολογήθηκε στη Βουλή κατά τη συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή των συγκεκριμένων διατάξεων από τον υπουργό και τον υφυπουργό Δικαιοσύνης, Γιώργο Φλωρίδη και Ιωάννη Μπούγα,αντιστοίχως. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης ειδικότερα ανέφερε ότι η ανάθεση αυτής της αρμοδιότητας στους προϊσταμένους των δικαστών δεν μπορεί να αποδώσει, διότι οι προϊστάμενοι εκλέγονται με ψήφο, είναι ισόβαθμοι με τους ελεγχόμενους δικαστικούς και εισαγγελείς και στην πράξη είναι δύσκολο να επιβάλουν τόσο δυσάρεστα μέτρα. Πάντως από την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων πριν από την ψήφιση της εν λόγω διάταξης προβλήθηκαν ενστάσεις, οι οποίες όμως δεν έγιναν τελικά δεκτές.
Ενστάσεις των δικηγόρων
Αλλωστε, ενστάσεις για το σύνολο του νομοσχεδίου, που αφορούσε κατά βάση την ενδοοικογενειακή βία, προβλήθηκαν και από τους δικηγορικούς συλλόγους, ενώ με απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής των Δικηγορικών Συλλόγων πραγματοποιήθηκε διήμερη αποχή των δικηγόρων σε πανελλαδική κλίμακα.
Εκτός από το θέμα της περικοπής μισθού, με τον νέο νόμο άλλαξαν και τα κωλύματα που ίσχυαν για το πού μπορεί να υπηρετούν οι δικαστές και οι εισαγγελείς. Εως τώρα μπορούσαν να υπηρετούν στις περισσότερες πόλεις, έστω κι αν είχαν καταγωγή ή είχαν γεννηθεί σε αυτές. Ωστόσο, το κώλυμα εντοπιότητας, όπως λέγεται, διευρύνθηκε ως προς την εφαρμογή του, με αποτέλεσμα δικαστές και εισαγγελείς να μην μπορούν να υπηρετούν πλέον σε πολλές πόλεις, αν κάποια από αυτές αποτελεί τον τόπο καταγωγής ή τη γενέτειρα των ίδιων ή κοντινών συγγενών τους. Σε αυτές περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι εξής: Ηράκλειο, Γιάννενα, Βόλος, Χαλκίδα, Χανιά, Λαμία. Δηλαδή, πρακτικά, μπορούν να υπηρετούν στη γενέτειρά τους μόνο όσοι έχουν γεννηθεί σε μεγαλουπόλεις, π.χ. Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη.
Παράλληλα με τον νέο νόμο αλλάζουν αρμοδιότητες στα Διοικητικά Δικαστήρια ώστε σειρά υποθέσεων που μέχρι τώρα εκδικάζονταν από τα εφετεία πλέον να υπάγονται στα πρωτοδικεία, ενώ για τους ειρηνοδίκες, οι οποίοι πια έχουν ενσωματωθεί στην τακτική Δικαιοσύνη με τον δικαστικό χάρτη, δίνεται η δυνατότητα σε έναν χρόνο, έπειτα από αξιολόγηση, όσοι θέλουν να ενταχθούν στην κανονική δικαστική επετηρίδα, ενώ προβλέπονται πολλές διατάξεις για τους εισαγγελικούς που εκπροσωπούν τη χώρα μας στη Eurojust, καθώς στο εξής προβλέπεται να έχουν περισσότερα χρόνια προϋπηρεσίας στο δικαστικό σώμα για να επιλεγούν για αυτές τις θέσεις.
Αδίκημα το doxing
Οσον αφορά τις ποινικές διατάξεις για την αντιμετώπιση κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας, με την αυστηροποίηση αδικημάτων και ποινών προβλέπεται η προσωρινή κράτηση του δράστη ακόμα και για πλημμελήματα (ξυλοδαρμοί, απειλές και λοιπά) σε βάρος ευάλωτων ατόμων μέσα στην οικογένεια, αλλά και η επιβολή ποινών χωρίς να μετατρέπονται ή να δίνεται αναστολή, με αποτέλεσμα ο καταδικαστείς να πηγαίνει φυλακή.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν επίσης διατάξεις που ποινικοποιούν για πρώτη φορά την παρενόχληση στους χώρους εργασίας, με ποινές ως και δύο χρόνια, καθώς και σειρά αδικημάτων που τελούνται μέσω Διαδικτύου, όπως η συστηματική παρενόχληση, η κατασκόπευση ενός ατόμου μέσω του Διαδικτύου, η εκτόξευση ύβρεων και απειλών, ενώ είναι χωριστό αδίκημα αν κάποιος αναρτά στο Διαδίκτυο και αποστέλλει φωτογραφίες με γεννητικά όργανα η άλλες άσεμνες σκηνές, με ποινές που ξεκινούν από ένα ως τρία χρόνια, αν οι αποδέκτες είναι ανήλικοι.
Επίσης προβλέπεται ως αδίκημα το λεγόμενο doxing, δηλαδή η υποκίνηση αόριστου αριθμού προσώπων μέσω Διαδικτύου με αποτέλεσμα να προκληθεί σωματική ή ψυχολογική βία σε κάποιον.
Κρίσιμης σημασίας είναι και η νέα ρύθμιση του νόμου που – στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της οπαδικής βίας – ποινικοποιεί τις συμπλοκές μεταξύ ομάδων οπαδών, χωρίς να έχουν διαπράξει σοβαρά ποινικά αδικήματα. Δηλαδή προβλέπεται πλέον ως αυτοτελές αδίκημα η συμπλοκή, έστω κι αν από αυτή δεν προκληθούν σωματικές βλάβες ή άλλα βαρύτερα αδικήματα.
Eπίσης σημαντικές είναι οι διατάξεις με τις οποίες διευκολύνεται η καταγγελία των δραστών. Ειδικά, για σειρά αδικημάτων μέσω Διαδικτύου ή για εκείνα που αφορούν ενδοοικογενειακή βία, προβλέπεται ότι η μήνυση δεν χρειάζεται να γίνεται στο αστυνομικό τμήμα αλλά μπορεί να υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω email, προκειμένου το θύμα να αποφεύγει την έκθεση.
Οι νέες διατάξεις είναι άμεσης εφαρμογής, κυρίως όσες σχετίζονται με ενδοοικογενειακή βία, με εγκλήματα μέσω Διαδικτύου που έχουν μεγάλη διάδοση και με την παρενόχληση σε χώρους εργασίας.