Η ολοκλήρωση της δίκης και η καταδίκη του γνωστού ηθοποιού Πέτρου Φιλιππίδη σε οκτώ χρόνια κάθειρξη για σεξουαλικές επιθέσεις σε νεαρές συναδέλφους του, προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, και σχόλια και αντιδράσεις.
Το γεγονός, ότι το Δικαστήριο άφησε ελεύθερο τον Φιλιππίδη, μέχρι να δικαστεί η υπόθεση στο εφετείο, πυροδότησε σχόλια για την επόμενη ημέρα του λεγόμενου ελληνικού «me too”, δηλαδή των δημόσιων καταγγελιών για σεξουαλικές κακοποιήσεις.
Πολλοί, μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δήλωσαν απογοήτευση για τις δικαστικές αποφάσεις, όσων καταγγέλθηκαν, όπως ο Πέτρος Φιλιππίδης, αλλά και ο γνωστός σκηνοθέτης και ηθοποιός Δημήτρης Λιγνάδης, ο οποίος επίσης καταδικάστηκε σε πολυετή κάθειρξη,αλλά έμεινε εκτός φυλακής.
Η πρώτη δημόσια καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση που έγινε από την Ολυμπιονίκη Σοφία Μπεκατώρου, πριν από δύο χρόνια, δεν απασχόλησε τη δικαιοσύνη, καθώς τα καταγγελόμενα είχαν συμβεί πολύ παλιά και οι όποιες ευθύνες είχαν παραγραφεί.
Ομως η καταγγελία Μπεκατώρου τάραξε τα νερά, προκαλώντας κύμα δημόσιων καταγγελιών,κυρίως στο χώρο του θεάτρου και λιγότερο στο χώρο του αθλητισμού, καταγγελίες πάσης φύσεως που κατέκλυσαν τα Μέσα Ενημέρωσης και κινητοποίησαν τις εισαγγελικές αρχές.
Το «τσουνάμι» των καταγγελιών, τις περισσότερες εκ των οποίων σε πρώτη φάση διαχειρίστηκε το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, αξιολογήθηκε, όσο μπορούσε, από τις εισαγγελικές αρχές και οι σχετικές υποθέσεις προχώρησαν και έφθασαν σύντομα σε δίκη, εφόσον τα εγκλήματα δεν είχαν παραγραφεί, διότι από τις δημόσιες καταγγελίες που έγιναν, οι περισσότερες αφορούσαν σε γεγονότα περασμένων δεκαετιών.
Η εκδίκαση των συγκεκριμένων υποθέσεων κατέδειξε όμως ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα. Το πρώτο, ότι οι καταγγελίες για να προχωρήσουν δικαστικά, οφείλουν να είναι τεκμηριωμένες και να κινούνται αποκλειστικά στο δρόμο της αλήθειας, χωρίς υποκειμενισμούς και άλλα κριτήρια.( επαγγελματικές αντεκδικήσεις, σκοπιμότητες, πολιτικές αντιπαλότητες, προσωπικά μίση και πάθη).
Το δεύτερο, ότι αν οι καταγγελίες είναι αληθινές και όσα καταγγέλονται στέκουν, οι καταδίκες των δραστών είναι δεδομένες.
Επιπλέον ότι οι δικαστικές αποτιμήσεις τέτοιων σύνθετων εγκλημάτων, δεν προσφέρονται για δημόσιο κουτσομπολιό και για ξεκαθάρισμα λογαριασμών σε επαγγελματικούς χώρους.
Με άλλα λόγια, το λεγόμενο ελληνικό «me too” μετά τις δίκες Λιγνάδη, Φιλιππίδη, όχι μόνον δεν ηττήθηκε, αλλά ενηλικιώθηκε και ωρίμασε. Οι συγκεκριμένες δίκες έπεισαν για την ανάγκη τα θύματα να μιλούν και αυτό πια δύςκολα θα γυρίσει πίσω. Η δικαιοσύνη επίσης απέδειξε,ότι μπορεί να φέρει σε πέρας, παρά τα προβλήματα της, τις υποθέσεις αυτές σταθμίζοντας με σύνεση την αλήθεια.
Για να μην πάει, λοιπόν, χαμένη η παρακαταθήκη για το ελληνικό «me too”,o σεβασμός στις δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν, οι οποίες υπήρξαν προϊόν κρίσης δικαστών και ενόρκων, συμβάλλει καθοριστικά, ώστε να καταστεί δυνατόν και τα επόμενα θύματα να μιλήσουν και να εμπιστευθούν τη δικαστική κρίση.Αλλιώς ελλοχεύει ο κίνδυνος της απαξίωσης και των καταγγελιών και της δικαστικής εκκαθάρισης τους.