ΗΤΑΝ μία υπόθεση που προβλημάτισε πολύ. Σημαντικότατη από νομικής πλευράς, αλλά κυρίως κρίσιμη, καθώς το οικονομικό κόστος που συνεπαγόταν για το Δημόσιο ήταν τεράστιο. 100 δισ. δραχμές! Ετσι, ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου μαζί με τον εισαγγελέα του ανώτατου δικαστηρίου έλαβαν την πρωτοβουλία και με κοινό έγγραφό τους οδήγησαν την υπόθεση ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Το σκεπτικό τους; «Επειδή τίθεται νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος».
Και η Ολομέλεια του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας εξέδωσε μία απόφαση που κρίνεται εξαιρετικά σημαντική από πολλές πλευρές, καθώς αφορά τη ρύθμιση των αγροτικών χρεών, απαλλάσσει το Δημόσιο από την καταβολή 100 δισ. δραχμών, δημιουργεί νέα δεδομένα για το μέλλον στις κυβερνητικές αποφάσεις για ρυθμίσεις χρεών και παρεμφερείς εξαγγελίες πάσης φύσεως, ενώ αποστερεί τους ενδιαφερομένους του δικαιώματος να ρυθμίσουν τα χρέη τους, σύμφωνα με τις σχετικές κυβερνητικές αποφάσεις.
Παραλλήλως και αυτό εκτιμάται ως ιδιαίτερα σημαντικό από δικαστικές πηγές η Ολομέλεια του ανώτατου δικαστηρίου αποδοκιμάζει εμμέσως πλην σαφώς την τακτική των κυβερνήσεων να εξαγγέλλουν φιλολαϊκά μέτρα με οικονομικό κόστος για το δημόσιο ταμείο, χωρίς να αναλαμβάνουν με νόμο την ευθύνη γι’ αυτό. Στο σημείο αυτό, μάλιστα, η Ολομέλεια υπήρξε κατηγορηματική με την απόφασή της. Στο εξής, για να ισχύει στην πράξη οποιαδήποτε εξαγγελία για ρύθμιση χρεών ή παροχή οικονομικών ενισχύσεων, σε ευαίσθητους τομείς της παραγωγής, θα πρέπει να ψηφίζεται σχετικός νόμος από τη Βουλή, που θα το προβλέπει ή θα υπογράφεται σύμβαση ανάμεσα στο Δημόσιο και στην Τράπεζα, η οποία θα αναλαμβάνει να ρυθμίσει τα χρέη ή να παρέχει τις οικονομικές ενισχύσεις.
Χωρίς νόμο, χωρίς σύμβαση Δημοσίου και ΑΤΕ (για τα αγροτικά χρέη λόγου χάρη), που θα αναλαμβάνει πλήρως το κράτος το οικονομικό κόστος για τις ρυθμίσεις χρεών, η Τράπεζα δεν θα προχωρεί στην υλοποίηση των κυβερνητικών αποφάσεων και οι ενδιαφερόμενοι εις μάτην θα αναμένουν να πραγματοποιηθούν επ’ ωφελεία τους τα εξαγγελθέντα. Αυτά απεφάνθη η Ολομέλεια, η οποία προχώρησε και ένα βήμα παρά κάτω: Εκρινε πως η Επιτροπή Τιμών και Εισοδημάτων δεν μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις που συνεπάγονται οικονομικό κόστος για το Δημόσιο ούτε δεσμεύουν κανέναν αυτές οι αποφάσεις της, καθώς είναι όργανο που δεν μπορεί να εκδίδει κανονιστικές πράξεις. Είναι όργανο ενδοκυβερνητικό.
Η εμβέλεια της απόφασης ξεπερνά κατά πολύ το θέμα που απασχόλησε την Ολομέλεια του ανώτατου δικαστηρίου και ήταν η ρύθμιση των αγροτικών χρεών που είχε εξαγγελθεί το 1993 και, εν συνεχεία, οι σχετικές αποφάσεις είχαν τροποποιηθεί το 1994. Και τούτο διότι, όπως σχολίαζε ανώτατος παράγοντας της Δικαιοσύνης, «καθορίζει το πλαίσιο εντός του οποίου οφείλουν στο εξής να κινούνται τα αρμόδια κυβερνητικά όργανα, κυρίως στον κρίσιμο τομέα των οικονομικών παροχών». Τι έκρινε το δικαστήριο
ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ της δίκης που έγινε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στις 17 Απριλίου του 1997 ήταν οι ρυθμίσεις των αγροτικών χρεών. Στη Δικαιοσύνη είχαν προσφύγει και είχαν κερδίσει (πρωτοδίκως αλλά και στο Εφετείο) αγροτοκτηνοτρόφοι, οι οποίοι είχαν καταθέσει τα δικαιολογητικά τους στην Αγροτική Τράπεζα για ρύθμιση ληξιπρόθεσμων χρεών τους, ως το τέλος του 1992, σύμφωνα με σχετική απόφαση που είχε εκδοθεί το 1993.
Για την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (υπ’ αριθμόν 6526/1996 Εφετείου Αθηνών) που δικαίωνε τους αγροτοκτηνοτρόφους, η Αγροτική Τράπεζα κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως στο ανώτατο δικαστήριο. Ο εισαγγελέας του, κ. Παν. Δημόπουλος, υπέβαλε σχετική πρόταση στην Ολομέλεια, η οποία και υιοθετήθηκε από τους αρεοπαγίτες και, τελικώς, απετέλεσε τη βάση για την απόφαση της Ολομέλειας. Ο εισαγγελέας του ανώτατου δικαστηρίου, στην πρότασή του, είχε την άποψη ότι η εφετειακή απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί (να αναιρεθεί) και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει και πάλι το θέμα, στο πλαίσιο βεβαίως της απόφασης της Ολομέλειας.
Την ίδια άποψη είχε και ο εισηγητής, αρεοπαγίτης κ. Νικ. Θεοδωρόπουλος, ο οποίος ανέλαβε να αναπτύξει την υπόθεση στη διάσκεψη της Ολομέλειας. Η απόφαση της Ολομέλειας, τελικώς, ήταν για την υπόθεση: Οι ρυθμίσεις χρεών και η παροχή οικονομικών ενισχύσεων σε αγροτοκτηνοτρόφους, που αποφασίστηκαν από την Επιτροπή Τιμών και Εισοδημάτων και εξαγγέλθηκαν από το υπουργείο Γεωργίας (έτυχαν ορισμένων τροποποιήσεων με μεταγενέστερες αποφάσεις το 1994), δεν ισχύουν. Ούτε δεσμεύουν την Αγροτική Τράπεζα να τις υλοποιήσει. Ούτε, βεβαίως, δημιουργούν δικαιώματα παροχών στους ενδιαφερομένους.
Αντιγράφουμε από την απόφαση: η Επιτροπή ενεργεί ως ενδοκυβερνητικό όργανο, επιφορτισμένο με το καθήκον να μελετά τα προβλήματα και να αποφασίζει σχετικώς, μόνον όμως εντός των κόλπων της κυβερνήσεως, υπό την έννοια ότι οι αποφάσεις της θα διαβιβάζονται στους αρμόδιους Υπουργούς προς εκτέλεση. Βάσει των προαναφερθεισών διατάξεων, άλλωστε, τέτοια εξουσιοδότηση δεν θα ήταν νόμιμη ως τελείως γενική και αόριστη, άρα μη σύμφωνη προς το Σύνταγμα (άρθρο 43 παρ. 2).