Ξετυλίγεται το κουβάρι των υποκλοπών – Τι αναφέρεται στη δικογραφία

Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται η αξιολόγηση από τη Δικαιοσύνη όλων των δεδομένων που έχουν συγκεντρωθεί από την έρευνα για την πολυσυζητημένη υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, που αποτέλεσε κομβικής σημασίας θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης, ενώ συνδέθηκε και με έντονες επικρίσεις σχετικά με τη διασφάλιση του κράτους δικαίου.

Από το σύνολο της δικογραφίας προκύπτουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα δεδομένα, που θα αξιολογηθούν τόσο πολιτικά όσο και δικαστικά. Βασικό στοιχείο της έρευνας, που διενεργεί ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης, αποτελούν τα ευρήματα που συγκεντρώθηκαν κατά την πρόσφατη αιφνιδιαστική του επίσκεψη στην ΕΥΠ με δύο πραγματογνώμονες από τον επίσημο κατάλογο του Πρωτοδικείου Αθηνών.

Οπως προκύπτει από το πόρισμα – συμπέρασμα των πραγματογνωμόνων που υπάρχει στη δικογραφία, από 116 τηλεφωνικούς αριθμούς που παρακολουθούνταν παράνομα, εντοπίστηκαν από τις έρευνες του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου 28 περιπτώσεις όπου είχαν γίνει κατά καιρούς και νόμιμες επισυνδέσεις από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Ποσοστό δηλαδή, όπως αναφέρεται στο σχετικό πόρισμα των πραγματογνωμόνων, που ανέρχεται σε 24%. Σε σχέση όμως με το σύνολο των διατάξεων άρσης απορρήτου, για νόμιμες επισυνδέσεις, συγκριτικά με εκείνες των παράνομων παρακολουθήσεων, το ποσοστό κατά τους πραγματογνώμονες πέφτει στο 1%, καθώς λαμβάνεται υπόψη στο πόρισμά τους το σύνολο των 15.304 διατάξεων άρσης του απορρήτου κατά το διάστημα 2020 έως 2023, και όχι μόνον οι 116 περιπτώσεις.

Συμβάσεις

Από δεκάδες μαρτυρικές καταθέσεις (υπάρχουν στη δικογραφία) που ελήφθησαν –πάνω από 40– από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, αλλά και από τα ευρήματα της επιτόπιας έρευνας που διενεργήθηκε στην ΕΥΠ, δεν προκύπτουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τις υποψίες ή τις καταγγελίες ότι η ΕΥΠ ή άλλη κρατική υπηρεσία, όπως η Αντιτρομοκρατική, είχαν προμηθευτεί ή χρησιμοποιήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το παράνομο λογισμικό Predator. Στις καταθέσεις τους, στελέχη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, της Ελληνικής Αστυνομίας και της Αντιτρομοκρατικής, κατηγορηματικά αρνούνται την οποιαδήποτε σχέση των εν λόγω υπηρεσιών με τη χρήση του παράνομου λογισμικού. Ο τότε διοικητής της ΕΥΠ, Παναγιώτης Κοντολέων, έχει καταθέσει ότι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών ούτε αγόρασε ούτε ενοικίασε ούτε έκανε χρήση του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού Ρredator. Σημειώνει δε ότι η διαδικασία της νόμιμης επισύνδεσης λαμβάνει αυστηρά χώρα μόνο εντός του ελλαδικού χώρου, ενώ η προέλευση μηνυμάτων με το παράνομο λογισμικό Predator –από ό,τι γνώριζε και από τις συνεργαζόμενες υπηρεσίες– μπορεί να έχει χώρα προέλευσης ΗΠΑ, Γαλλία κ.λπ. και δη από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, δεδομένου ότι κινείται μέσω του Ιντερνετ. Για την εταιρεία Krikel ο μάρτυρας επισημαίνει ότι είχε υπογράψει συμβάσεις με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και δη σε θέματα υποστήριξης τηλεπικοινωνιών, ενώ η ΕΥΠ επί θητείας του δεν έχει συνάψει καμία σύμβαση με τη συγκεκριμένη εταιρεία.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται στην κατάθεσή της και η τότε εισαγγελέας αρμόδια για θέματα της ΕΥΠ, Βασιλική Βλάχου, η οποία επίσης επισημαίνει ότι δεν υπήρχε μηχανισμός παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού Predator ή άλλου παράνομου λογισμικού στην ΕΥΠ. Σχετικά με τις φερόμενες υποκλοπές αποκλείει η εισαγγελέας κατηγορηματικά τη συμμετοχή κάποιου υπηρεσιακού παράγοντα από την ΕΥΠ και τονίζει ότι δεν υπέπεσε ποτέ ανάλογη πληροφορία στην αντίληψή της. Σχετικά με τις εταιρείες που φέρονται ότι εμπλέκονται σε χρήση παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού (Intellexa, Krikel), όπως και φυσικά πρόσωπα –Γιάννης Λαβράνος, Μπίτζιος κ.ά–, σημειώνει ότι δεν τους έχει συναντήσει ποτέ. Επίσης αναφέρει ότι σε έλεγχο της αρμόδιας ελεγκτικής – εποπτικής αρχής της ΑΔΑΕ στις εγκαταστάσεις της ΕΥΠ, δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη μηχανισμού λειτουργίας κατασκοπευτικού λογισμικού, αλλά ούτε και η σύναψη οποιασδήποτε συμβάσεως για προμήθεια ανάλογου λογισμικού.

Και τέλος, ότι η Εθνική Αρχή Διαφάνειας τον Μάιο του 2022 ζήτησε από την ΕΥΠ εάν είχαν συναφθεί σχετικές συμβάσεις για παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό ή γενικότερες συμβάσεις με τις παραπάνω εταιρείες και η απάντηση ήταν αρνητική, ενώ καταθέτει και τη σχετική δική της έκθεση. Παράλληλα, προσθέτει ότι η άσκηση των καθηκόντων της κατά τη διάρκεια της θητείας της έγινε στο πλαίσιο της νομιμότητας με γνώμονα πάντοτε την τήρηση κατά γράμμα των νόμων, αλλά βεβαίως και την προστασία της εθνικής ασφάλειας της πατρίδας. Τέλος, τονίζει ότι ουδεμία γνώση έχει ή εμπλοκή σε οτιδήποτε αφορά τη χρήση εντός του εδάφους της ελληνικής επικράτειας εν γένει κατασκοπευτικών προγραμμάτων ούτε με τα πρόσωπα που πιθανόν να εμπλέκονται στη χρήση αυτών.

Ο Γρηγόρης Δημητριάδης

Ο τότε γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης, πρόσωπο που αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος των καταγγελιών για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, στην κατάθεσή του ενώπιον του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου αρνείται κάθε εμπλοκή του ιδίου και της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Ειδικότερα επισημαίνει ότι ουδέποτε τον ενημέρωσε ο διοικητής ή κάποιος άλλος για επισυνδέσεις κάποιου προσώπου. Επίσης προσθέτει ότι ουδέποτε είχε ενημέρωση για την έκδοση εισαγγελικών διατάξεων νόμιμης επισύνδεσης, για ποια πρόσωπα αφορούσαν οι διατάξεις, χρονικά διαστήματα αυτών, τους λόγους έκδοσης αυτών και γενικότερα για όλη τη διαδικασία που προηγείται της έκδοσης εισαγγελικής διάταξης. Επίσης ο μάρτυρας κατηγορηματικά καταθέτει ότι η ΕΥΠ αλλά και οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία (ΔΑΕΒ – Αντιτρομοκρατική, ΔΙΔΑΠ κ.λπ.) ουδέποτε προμηθεύτηκε οποιοδήποτε παράνομο λογισμικό τύπου Predator, αλλά και ούτε έγινε χρήση τού ως άνω λογισμικού και οποιουδήποτε άλλου από τις παραπάνω υπηρεσίες.

Δεν προκύπτουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τις υποψίες ή τις καταγγελίες ότι η ΕΥΠ ή άλλη κρατική υπηρεσία είχαν χρησιμοποιήσει το παράνομο λογισμικό Predator.

Καμία ενημέρωση

Σε ό,τι αφορά το μείζονος σημασίας ζήτημα, αν ο πρωθυπουργός, πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, είχε ενημέρωση για τις παρακολουθήσεις της εν λόγω υπηρεσίας –είτε ο ίδιος είτε ο τότε γενικός του γραμματέας Γρηγόρης Δημητριάδης–, η κατάθεση του πρώην διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντος στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι αναλυτική. Ειδικότερα, ο τότε διοικητής της ΕΥΠ στην κατάθεσή του μεταξύ άλλων σημειώνει ότι ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού και ο πρωθυπουργός, σε θέματα επιχειρησιακά (συγκέντρωση πληροφοριών, επιλογή στόχων, μεθόδων, έκδοση εισαγγελικών διατάξεων κ.λπ.), δεν είχαν καμία ενημέρωση από τον ίδιο, ούτε κι οι ίδιοι το ζήτησαν ποτέ. Σε ό,τι αφορά τον τότε γενικό γραμματέα του πρωθυπουργού, ο μάρτυρας αναφέρει ότι ενημερωνόταν μόνο για θέματα οργανωτικά και αυστηρά υπηρεσιακά της ΕΥΠ και τίποτα παραπάνω. Σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον πρωθυπουργό, υπογραμμίζει πως μόνο εάν αφορούσε εθνικό θέμα υψίστης σημασίας ενημερωνόταν είτε με πρωτοβουλία του τότε διοικητή της ΕΥΠ (δηλαδή του ίδιου του Παναγιώτη Κοντολέοντος) είτε με δική του.

Σε ό,τι αφορά τα επίμαχα sms που περιείχαν συνδέσμους που μόλυναν κινητό παραλήπτη με το λογισμικό Predator και στάλθηκαν τις ημέρες της ονομαστικής εορτής του, ο Γρηγόρης Δημητριάδης τονίζει στην κατάθεσή του ότι αυτά είναι μηνύματα spout, δηλαδή φέρεται ότι είναι αυτός ο αποστολέας, ενώ στην πραγματικότητα αποστολέας ήταν άλλο άγνωστο άτομο. Θύμα spout δεν ήταν μόνον αυτός, επισημαίνει μεταξύ άλλων ο Γρηγόρης Δημητριάδης στην κατάθεσή του, αλλά υπήρξαν κι άλλα πρόσωπα (πολιτικά και μη). Οπως αναφέρει ειδικότερα η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων σε σχετικό έγγραφό της στις 20.7.2023, τα μηνύματα αυτά έχουν αποσταλεί μέσω υπηρεσιών Διαδικτύου, με χρήση παραπλανητικών καρτών. Σε αυτά τα μηνύματα sms –όπως διαπιστώθηκε από την Αρχή– τα στοιχεία του αποστολέα υπήρξαν τροποποιημένα και δεν αντιστοιχούσαν στον πραγματικό. Η Αρχή επιβεβαίωσε με κατηγορηματικό τρόπο, όπως τονίζει ο μάρτυρας στην κατάθεση του, ότι δεν ήταν αυτός (ο Γρηγόρης Δημητριάδης) ο πραγματικός αποστολέας των ως άνω sms, αλλά και οποιουδήποτε άλλου παραπλανητικού μηνύματος.

Αρνούνται κάθε ανάμειξη

Σε ό,τι αφορά τις εξηγήσεις που κλήθηκαν να παράσχουν στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση τέσσερα πρόσωπα που είχαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχέσεις με τις καταγγελλόμενες στις παράνομες παρακολουθήσεις εταιρείες, με τα υπομνήματα που και οι τέσσερις κατέθεσαν αρνούνται κάθε ανάμειξη και κάθε ποινική εμπλοκή.

Ο Ιωάννης Λαβράνος αναφέρει ότι επιχειρείται η σύνδεσή του με την εταιρεία με την επωνυμία Krikel, με την οποία δεν έχει κανενός είδους σχέση, ούτε ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ούτε ως πραγματικός δικαιούχος ούτε ως εργαζόμενος. Αρνητική σε κάθε εμπλοκή δηλώνει η Σάρα Αλεξάνδρα Χάμου, η οποία τονίζει ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει οιαδήποτε σύνδεση της εταιρείας Intellexa Α.Ε., της οποίας υπήρξε νόμιμος εκπρόσωπος, με το φερόμενο κακόβουλο λογισμικό στο οποίο αποδίδεται η ονομασία Predator. Επικαλείται μάλιστα πορίσματα της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και των πραγματογνωμόνων που έκαναν την έρευνα στα αρχεία της ΕΥΠ, παρουσία του αντεισαγγελέα του Α.Π. Αχιλλέα Ζήση, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν προκύπτει κανένα στοιχείο εις βάρος της ίδιας προσωπικά και εις βάρος της εταιρείας της, ζητώντας την αρχειοθέτηση της δικογραφίας. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Ταλ Τζόναθαν Ντίλιαν, ο οποίος υποστηρίζει ότι δεν έχει καμιά σχέση με την υπόθεση και ζητάει την αρχειοθέτησή της. Αρνητικός σε όσα του αποδίδονται είναι και ο Φέλιξ Μπίτζιος ο οποίος στις εξηγήσεις του τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε νόμιμη εκπροσώπηση ή ανέλαβε οιαδήποτε διαχειριστικό ή συμβουλευτικό καθήκον σε κάποιο από τα αναφερόμενα στη δικογραφία νομικά πρόσωπα. Μοναδική εξαίρεση, την περιορισμένη χρονική περίοδο από τα μέσα περίπου του μηνός Μαΐου 2020 έως και τα τέλη Ιουνίου 2021, οπότε και διετέλεσε αναπληρωματικός σύμβουλος – διαχειριστής εταιρειών που αναφέρονται στις παρακολουθήσεις, χωρίς ωστόσο, όπως υπογραμμίζει, να χρειαστεί να εκτελέσει κάποια καθήκοντα.

«Πλήγμα στη δημοκρατία»

Ως πλήγμα κατά της δημοκρατίας αποτιμά την υπόθεση των παρακολουθήσεων ο Χρήστος Σπίρτζης, θύμα κι αυτός, τονίζοντας στη μακρά κατάθεσή του ότι στόχος ήταν η παρακολούθηση του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Το υλικό της δικογραφίας μελετάται ήδη από τον αντεισαγγελέα Αχιλλέα Ζήση και με την έναρξη του δικαστικού έτους αναμένονται περαιτέρω ενέργειές του, ενδεχομένως κάποιες πρόσθετες εξηγήσεις ή η σύνταξη σχετικού πορίσματος το οποίο θα υποβληθεί για τελική κρίση στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη.

Scroll to Top