Η απόφαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου να τεθούν στο αρχείο οι καταγγελίες για την υπόθεση των υποκλοπών που σχετίζονται με την ΕΥΠ ή οποιαδήποτε άλλη κρατική υπηρεσία προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, χθες, και σφοδρή σύγκρουση της κυβέρνησης με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία καταγγέλλουν συγκάλυψη. Το πόρισμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου εντοπίζει ενδείξεις ενοχής για τέσσερις ιδιώτες, οι οποίοι σχετίζονται με τις εταιρείες που εμπλέκονται με το κακόβουλο λογισμικό Predator.
Οι καταγγελίες για παράνομες παρακολουθήσεις από πολιτικούς, δημοσιογράφους και λοιπούς, που προκάλεσαν έντονες πολιτικές αναταράξεις και απασχόλησαν στο πλαίσιο της εφαρμογής κανόνων κράτους δικαίου ευρωπαϊκούς θεσμούς, αξιολογήθηκαν δικαστικά και αμετάκλητα από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Χθες, με επίσημη ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη, που είχε και την πρωτοβουλία της αναβάθμισης της έρευνας σε ανώτατο επίπεδο, οι καταγγελίες αρχειοθετούνται σε ό,τι αφορά το σκέλος που σχετίζεται με την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) ή οποιαδήποτε άλλη κρατική υπηρεσία.
Ειδικότερα, το πόρισμα συνετάχθη από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, που έκανε και την έρευνα, και παραδόθηκε στην εισαγγελέα του ανωτάτου δικαστηρίου, η οποία το επικύρωσε πλήρως. Κατά το πόρισμα, για την οποιαδήποτε εμπλοκή της ΕΥΠ ή άλλης κρατικής υπηρεσίας σε σχέση με παράνομες παρακολουθήσεις ή σχέσεις με τη χρήση του κακόβουλου λογισμικού Predator, συμπεραίνεται ότι δεν προέκυψαν στοιχεία που να εμπλέκουν την ΕΥΠ ή να συνηγορούν υπέρ των καταγγελιών ότι υπήρξε κοινό κέντρο παρακολουθήσεων για πολιτικούς, δημοσιογράφους και λοιπούς. «Από το πιο πλούσιο αποδεικτικό υλικό συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της ΕΥΠ, της Αντιτρομοκρατικής και γενικότερα της ΕΛ.ΑΣ. ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού», αναφέρεται στην εισαγγελική ανακοίνωση.
Από την εισαγγελική έρευνα δεν προέκυψε κανένα στοιχείο εμπλοκής, όπως ανακοινώθηκε, και για τα φυσικά πρόσωπα που κατείχαν νευραλγικές θέσεις σε σχέση με την ΕΥΠ, όπως ο τότε διοικητής της Παναγιώτης Κοντολέων, ο τότε γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης και στελέχη της ΕΥΠ.
Κατά το πόρισμα, ωστόσο, ενδείξεις ενοχής προέκυψαν για τέσσερις ιδιώτες, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχαν σχέση (νομικής εκπροσώπησης ή άλλης) με δύο εταιρείες που σχετίζονται με το κακόβουλο λογισμικό Predator. Και οι τέσσερις διώκονται πλέον ποινικά για παραβίαση τηλεφωνικού απορρήτου, όμως σε βαθμό πλημμελήματος, καθώς, όπως εξηγείται επί μακρόν στην ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, στην περίπτωσή τους εφαρμόζεται ο ευνοϊκότερος νόμος για το εν λόγω αδίκημα, δηλαδή νόμος του 2019 που ψηφίστηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στο μεταξύ η νομοθεσία έχει αλλάξει και επιφυλάσσει κακουργηματικό χαρακτήρα στο συγκεκριμένο αδίκημα.
Και οι τέσσερις όταν είχαν κληθεί για εξηγήσεις αρνήθηκαν την όποια εμπλοκή τους σε παράνομες παρακολουθήσεις. Τελικά, οι τέσσερις που παραπέμπονται σε δίκη είναι οι Ιωάννης Λαβράνος, Σάρα Αλεξάνδρα Χάμου, Ταλ Τζόναθαν Ντίλιαν και Φελίξ Μπίτζιος.
Στο πλαίσιο της έρευνας ενεπλάκησαν τρεις ανεξάρτητες αρχές –Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών και Εθνική Αρχή Διαφάνειας–, που διεξήγαν έρευνες σε δημόσιους φορείς, καθώς και σε εταιρείες. Εξετάστηκαν επίσης δεκάδες μάρτυρες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, στελέχη της ΕΥΠ την τελευταία δεκαετία, μέλη ανεξάρτητων αρχών και της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Πάντως, μετά την ολοκλήρωση των ερευνών, που κράτησαν δύο ολόκληρα χρόνια, πολλά ερωτήματα παρέμειναν αναπάντητα και επιπλέον η αρχειοθέτηση της υπόθεσης είναι αμετάκλητη.