Τις τραγικές απώλειες των δικών τους, κυρίως ανήμπορων ηλικιωμένων που κάηκαν ζωντανοί, περιέγραψαν για μία ακόμη ημέρα επιζήσαντες από την κόλαση της φωτιάς στο Μάτι.
Στη δίκη που συγκλονίζει καθημερινά, ο Αθανάσιος Μωραΐτης, ένας από τους μάρτυρες που κατέθεσαν χθες, με δάκρυα στα μάτια και πόνο ψυχής περιέγραψε πώς αναγκάστηκε να αφήσει την υπέργηρη μητέρα του που κάηκε ζωντανή για να σώσει την οικογένειά του.
«Αφησα τη μητέρα μου και κάηκε για να σώσω την οικογένειά μου», κατέθεσε συγκλονισμένος ο μάρτυρας για το ηθικό βάρος που άθελά του ανέλαβε. Προσπάθησε απεγνωσμένα, όπως είπε, να βγάλει από το φλεγόμενο σπίτι τους την 92χρονη μητέρα του, αλλά όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα κατάφερνε να τη σώσει, πήρε την πιο δραματική απόφαση της ζωής του αφήνοντάς την πίσω με αποτέλεσμα να καεί.
«Στον πανικό έχασα τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Τότε είπα στη σύζυγο και στον γιο μου να πάρουν τα γατιά και να φύγουν. Εγώ έμεινα να σώσω τη μητέρα μου που ήταν 92 ετών με κινητικά προβλήματα. Προσπάθησα να τη σώσω, αλλά δεν κατάφερα. Είχα ήδη εγκαύματα. Οταν είδα ότι δεν μπορώ να τη μετακινήσω, άφησα τη μητέρα μου να καεί για να σώσω την οικογένειά μου. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί τι νιώθω», είπε ο μάρτυρας, κάνοντας τους πάντες μέσα στην αίθουσα να δακρύσουν.
Ο ίδιος και η οικογένειά του γλίτωσαν γιατί έφτασαν στην παραλία, αλλά ακόμη και μέσα στη θάλασσα έβρεχε φωτιά, πρόσθεσε ο κ. Μωραΐτης. Εμειναν για ώρες στο νερό κολυμπώντας σε κατάσταση υποθερμίας μέχρι που τους μάζεψε ένα καΐκι και τους μετέφερε στο λιμάνι της Ραφήνας.
«Πήγα αμέσως στο λιμεναρχείο και ανέφερα τον χαμό της μάνας μου πριν από τις έντεκα το βράδυ. Οσοι λένε ότι δεν ήξεραν για νεκρούς λένε ψέματα. Ζούμε σε ένα κράτος που δεν νοιάζεται για εμάς. Δεν υπάρχει αποζημίωση που να ανταποκρίνεται στον χαμό ενός ανθρώπου. Κανένας από εμάς δεν άξιζε να περάσει όλο αυτό το πράγμα. Το ζούμε κάθε μέρα και θα το ζούμε μέχρι να πεθάνουμε. Δεν πάρθηκε καμία σωστή απόφαση. Προφανώς όλο αυτό οφείλεται σε λάθος αποφάσεις ή σε ανικανότητα», υπογράμμισε ο μάρτυρας για την ανυπαρξία κάθε συνδρομής προς τους πολίτες που βρέθηκαν σε κίνδυνο ζωής.
«Φύγε, εγώ θα πεθάνω»
Λίγη ώρα αργότερα, ένα ακόμη «κατηγορώ» ακούστηκε στη δικαστική αίθουσα από τη Δέσποινα Ζαφειρίου, η οποία υποβασταζόμενη έφτασε ώς το βήμα του μάρτυρα καταθέτοντας όσα βίωσε, όταν εγκλωβίστηκε μαζί με τον σύζυγό της, προσπαθώντας να του σώσει τη ζωή. Η μάρτυρας αναφέρθηκε στο πώς η φωτιά τούς κύκλωσε ενώ βρίσκονταν στο αυτοκίνητό τους, στην προσπάθειά τους να φύγουν από την περιοχή. «Ανοίγω την πόρτα όπως είμαστε σταματημένοι και βγαίνω. Ο άνδρας μου κολλάει πάνω στο τιμόνι. Τον έβγαλα στα χέρια, τον έπιασα από τη ζώνη. Γονάτισα και τον τράβηξα. Δεν μπορούσε να πατήσει, ούτε να στρίψει, ήταν καμένος. Κατά διαστήματα δεν είχε τις αισθήσεις του. Οταν τις ανακτούσε φώναζε, «φύγε να σε βρουν, εγώ θα πεθάνω»…