Πολλοί ήταν εκείνοι που εντυπωσιάστηκαν από το πώς λειτούργησε η βελγική εισαγγελία συλλαμβάνοντας την Εύα Καϊλή και τους άλλους εμπλεκομένους στο σκάνδαλο με το Κατάρ, κάνοντας συγκρίσεις με τα δικά μας και εξάγοντας το συμπέρασμα πως ένας εισαγγελέας από το Βέλγιο μας χρειάζεται.
Πράγματι, η βελγική εισαγγελία ενήργησε με μεθοδικότητα και αποτελεσματικότητα στις έρευνές της και κατέληξε σε συλλήψεις που έγιναν αιφνιδιαστικά, προτού, όπως φαίνεται, προλάβουν οι ερευνώμενοι να καλύψουν τα ίχνη τους. Ωστόσο, η μεγάλη διαφορά της βελγικής Δικαιοσύνης με τη δική μας δεν βρίσκεται στην ταχύτητα. Και στη χώρα μας, σε υποθέσεις μείζονος ενδιαφέροντος, όπως ήταν τα σκάνδαλα με τα εξοπλιστικά προγράμματα που οδήγησαν στη φυλακή τον πρώην υπουργό Ακη Τσοχατζόπουλο και άλλους σημαντικούς κρατικούς αξιωματούχους, η ελληνική εισαγγελία είχε λειτουργήσει με ανάλογη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα.
Η υπόθεση Τσοχατζόπουλου δεν είναι η μόνη. Ανάλογες αιφνιδιαστικές συλλήψεις είχαν γίνει στο πρόσφατο παρελθόν –και γίνονται– και σε άλλα οικονομικά σκάνδαλα, όπως εκείνο του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και πολλά άλλα, στα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν εμπλοκή κρατικοί αξιωματούχοι. Η διαφορά μας με το Βέλγιο είναι ότι εκεί η αρχή της μυστικότητας, που συνιστά προϋπόθεση για κάθε αποτελεσματική έρευνα, τηρήθηκε και τηρείται απαρέγκλιτα, όπως εξηγούν στην «Κ» δικηγόροι της υπόθεσης Καϊλή, που δραστηριοποιούνται στη βελγική πρωτεύουσα για δεκαετίες.
Παρά το γεγονός ότι οι έρευνες για την υπόθεση Καϊλή – Παντσέρι διήρκεσαν πάνω από ενάμιση χρόνο, με την εμπλοκή πολλών κρατικών υπηρεσιών (οικονομικές υπηρεσίες, παρακολουθήσεις τηλεφώνων), τίποτα δεν διέρρευσε. Και το σπουδαιότερο, όπως τονίζουν οι ίδιες νομικές πηγές, που γνωρίζουν τη λειτουργία της βελγικής Δικαιοσύνης αλλά και της νομοθεσίας που ισχύει στη συγκεκριμένη χώρα, τα μέσα ενημέρωσης δεν παραβίασαν τη μυστικότητα. Κάποιοι δημοσιογράφοι είχαν κατά το μακρύ διάστημα των ερευνών κάποιες πληροφορίες. Ομως δεν τις δημοσίευσαν, ούτε κυκλοφόρησαν στο παρασκήνιο, όπως κατά κόρον συμβαίνει στη χώρα μας.
Η άλλη κρίσιμη διαφορά με τα ισχύοντα στην Ελλάδα είναι ότι η βελγική νομοθεσία επιβάλλει την ποινική, λεγόμενη, συνδιαλλαγή. Τη διαπραγμάτευση, δηλαδή, των εισαγγελικών αρχών με τους υπόπτους και τους κατηγορουμένους με σκοπό να αντληθούν περισσότερες πληροφορίες για την αποκάλυψη της αλήθειας, με αντάλλαγμα την ευνοϊκότερη μεταχείριση για εκείνους. Αυτή η μέθοδος είναι το πιθανότερο ότι επιστρατεύτηκε για να πειστεί ο σύντροφος της ευρωβουλευτού, Φραντσέσκο Τζόρτζι, να συνεισφέρει στην ανάκριση. Οπως εξηγούσαν στην «Κ» εισαγγελικές πηγές που γνωρίζουν την πρακτική που ακολουθείται στο Βέλγιο –και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου ισχύει ο θεσμός– για να τύχει ευνοϊκής ποινικής μεταχείρισης ο κατηγορούμενος που αποφασίζει να συνεργαστεί με τις Αρχές, θα πρέπει πράγματι να παράσχει ουσιαστικές πληροφορίες. Δηλαδή στοιχεία που δεν διαθέτουν ήδη αυτές, όπως για παράδειγμα στην υπόθεση του Κατάρ, λογαριασμούς, κίνηση χρηματικών ποσών, ενδιαμέσους που μπορεί να έχουν μεσολαβήσει.
Οι Αρχές μπορούν να διαπραγματευθούν με τον κατηγορούμενο, αντλώντας στοιχεία με αντάλλαγμα την ευνοϊκότερη ποινική μεταχείρισή του.
Στη χώρα μας, όπου οι εισαγγελείς ακόμη δουλεύουν μόνοι τους σε πολύ σύνθετες και σοβαρές υποθέσεις, χωρίς εμπειρογνώμονες και χωρίς ειδικούς συμβούλους για τα οικονομικά, τυπικά ισχύει από χρόνια ο θεσμός της εισαγγελικής διαπραγμάτευσης, αλλά ουσιαστικά είναι ένας θεσμός που έχει μείνει στα χαρτιά και έχει εφαρμοστεί μόνο μία φορά, στην περίπτωση του επιχειρηματία Λαυρέντη Λαυρεντιάδη. Και εκεί πολύ περιορισμένα. Oπως εξηγούν εισαγγελείς στην «Κ», η νομοθετική πρόβλεψη της ποινικής συνδιαλλαγής αν και ισχύει δεν εφαρμόζεται, γιατί τα οφέλη που αποκομίζει ο κατηγορούμενος που θα αποφασίσει να συνεργαστεί είναι τόσο μικρά γι’ αυτόν, που κανένας δεν ενδιαφέρεται να επιβαρύνει τη θέση του και τη θέση άλλων χωρίς πραγματικό ποινικό όφελος.
Η ατολμία της πολιτείας, των εκάστοτε κυβερνήσεων, να προχωρήσει σε νόμο που θα δίνει τη δυνατότητα των πραγματικών συνεργασιών εισαγγελέων και κατηγορουμένων έχει οδηγήσει σε αδράνεια και την «κουτσή» ρύθμιση που ισχύει στα χαρτιά. Στο Βέλγιο, όμως, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η συνεργασία των εισαγγελικών αρχών με τους εμπλεκομένους στο πρώτο στάδιο των ερευνών, πριν από την ανάκριση, και εφαρμόζεται και αποφέρει.
Κατά τα άλλα, η διαφορά του χειρισμού των βελγικών αρχών σε μια τόσο σοβαρή ποινική υπόθεση με την εμπλοκή υψηλόβαθμων κοινοτικών αξιωματούχων, με όσα σε εμάς ισχύουν, εντοπίζεται και στην απόλυτη τήρηση του τεκμηρίου αθωότητας για τους εμπλεκομένους. Πουθενά δεν είδαμε πλάνο με τους συλληφθέντες, ούτε φωτογραφία από την προσαγωγή τους ούτε από τη μεταγωγή τους στις φυλακές. Οι συγκρίσεις με όσα εδώ συμβαίνουν είναι περιττές.
Η έρευνα στην Ελλάδα
Σε κάθε περίπτωση, η έρευνα για το σκάνδαλο Καϊλή – Παντσέρι εξελίσσεται πλέον σε τρεις χώρες, Βέλγιο, Ιταλία και Ελλάδα, αφού και εδώ διατάχθηκε ποινική έρευνα από τον Ελληνα οικονομικό εισαγγελέα Χρήστο Μπαρδάκη και η Αρχή για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος έχει ήδη παρέμβει με γενική δέσμευση περιουσιακών στοιχείων της Εύας Καϊλή και στενών συγγενών της και γενικευμένο έλεγχο σε κινητά και ακίνητα. Η συνεργασία ανάμεσα σε ελληνικές και βελγικές αρχές έχει ήδη δρομολογηθεί με πρωτοβουλία του Ελληνα οικονομικού εισαγγελέα και εδώ θα ερευνηθεί ό,τι δεν αποτελεί αντικείμενο της έρευνας των Βέλγων εισαγγελέων. Για παράδειγμα, απόκτηση περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα από την ευρωβουλευτή ή συγγενικά της πρόσωπα από ύποπτης προέλευσης χρήματα και λοιπά. Σε περίπτωση πάντως που και εδώ ποινικά εμπλακεί η Εύα Καϊλή, όπως προβλέπεται από τον νόμο, θα διωχθεί μόνο για όσα στην Ελλάδα τής καταλογιστούν, όχι όμως για εκείνα που διώκεται στο Βέλγιο, καθώς ισχύει η αρχή του διπλού αξιόποινου, δηλαδή δεν μπορεί ένας πολίτης να διώκεται ποινικά δύο φορές για τις ίδιες πράξεις.
Στο ερώτημα εάν και εδώ διωχθεί ποινικά η Εύα Καϊλή τι θα σημάνει για την εξέλιξη της υπόθεσης, νομικοί εξηγούν ότι πρώτα θα ολοκληρωθεί η όποια διαδικασία στη βελγική πρωτεύουσα (ανακρίσεις, δίκες και λοιπά) και μετά θα επιληφθεί η ελληνική Δικαιοσύνη.