Δικαστές με δεμένα τα χέρια

Οταν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου πήγε στο Μέγαρο Μαξίμου και είδε τον Πρωθυπουργό, τότε που το ναυάγιο της Πάρου ήταν φρέσκο και το ισχυρό σοκ που είχε προκαλέσει στο κοινωνικό σώμα δεν είχε εκτονωθεί, είπε μια κουβέντα που ελάχιστοι πρόσεξαν. «Εχει αποσαθρωθεί το σύστημα της ποινικής καταστολής» ήταν η απάντησή του στην απαίτηση του κ. Κ. Σημίτη για δικαστική κάθαρση και παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων.


Οσο οι ημέρες της οδύνης περνούσαν, οι δηλώσεις διαδέχονταν η μία την άλλη και οι συζητήσεις στα έδρανα της Βουλής συμπλήρωναν το τοπίο, όλο και περισσότερο ακούστηκε από όλες τις πλευρές ­ κυβέρνηση και αντιπολίτευση, Πρωθυπουργό και αρμόδιους υπουργούς ­ ότι η δικαιοσύνη έχει τον λόγο. Αυτή θα βγάλει τώρα τα… κάστανα από τη φωτιά. Αυτή θα αναδείξει τους φταίχτες και τους υπευθύνους. Τι μπορεί όμως να κάνει η δικαιοσύνη;


Τι δυνατότητες έχει να «φθάσει το μαχαίρι στο κόκαλο», τι ευχέρειες για να αποκαλύψει όλη την αλήθεια; Μπορεί, πράγματι, ο εισαγγελέας και ο ανακριτής να ψάξουν τόσο βαθιά και να φέρουν στο φως διαπλοκές ευθυνών, διαπλοκές παραλείψεων και διαπλοκές παρανόμων πράξεων; Μπορούν να ικανοποιήσουν το αίσθημα της κοινής γνώμης, που ευλόγως αξιώνει δικαιοσύνη για τα θύματα και τιμωρία για τους υπευθύνους; Μπορούν, με άλλα λόγια, οι δικαστικές αρχές να φωτίσουν και να αναδείξουν ποιοι ήταν εκείνοι που έφταιξαν ­ καθένας με τον τρόπο του ­ ποιοι συνετέλεσαν για την εκατόμβη των αθώων;


‘Η μήπως η επίκληση της δικαιοσύνης, η μεγιστοποίηση του ρόλου της δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια για μετάθεση ευθυνών από εκείνους που τις έχουν, μια καραμέλα δικαίωσης που την πιπιλάμε όλοι κάθε που ένα τραγικό συμβάν μάς κάνει έξαλλους και η απόδοση της Δικαιοσύνης φαντάζει στα μάτια μας ως η μόνη σανίδα σωτηρίας;


Προτού δούμε αν η δικαιοσύνη μπορεί ­ ακόμη και όταν θέλει ­ ας παραθέσουμε ορισμένα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι δεν είναι αλήθεια πως η δικαιοσύνη «όλα τα μπορεί» και μάλιστα όταν έχει στο ανακριτικό τραπέζι υποθέσεις δύσκολες, σύνθετες, καυτές.


Η δικαστική πραγματικότητα και δη η πρόσφατη ­ μην πάμε μακριά ­ αποδεικνύει τούτο: στις μεγάλες, στις σημαντικές υποθέσεις, σε εκείνες που μας συγκλονίζουν η δικαιοσύνη κινείται στον αφρό των ευθυνών. Και πιάνει ό,τι φαίνεται, ό,τι διά γυμνού οφθαλμού βλέπει. Δεν μπορεί να «φθάσει το μαχαίρι στο κόκαλο» ούτε να φωτίσει «σκοτεινές πτυχές». Κάνει ­ και συνήθως το κάνει ­ ό,τι μπορεί. Αλλά μπορεί λίγα.


Και να τα παραδείγματα: Πριν από έναν χρόνο, όταν εκατοντάδες χάρτινα κτίρια κατέρρευσαν και δεκάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, όλοι μίλησαν για απόδοση ευθυνών. Για την «ώρα της δικαιοσύνης». Για «την τιμωρία των ενόχων». Ως σήμερα η δικαιοσύνη μπόρεσε να κάνει λιγότερα, απ’ όσα της «χρέωσαν» και απ’ όσα η κοινωνία προσδοκούσε.


Οι αιτίες γι’ αυτό είναι πολλές. Υπήρχαν και υπάρχουν και τώρα που εισαγγελείς και ανακριτές ψάχνουν για το ναυάγιο. Τίποτε δεν έχει ­ από πέρυσι ­ αλλάξει.


Ο σεισμός όμως δεν είναι το μόνο «τεστ» που απέδειξε ότι η δικαιοσύνη μπορεί λιγότερα απ’ όσα της «φορτώνουμε». Οι καταστρεπτικές πλημμύρες στην Αττική, οι πυρκαϊές που μετέβαλαν σε κρανίου τόπο το Λεκανοπέδιο και δεκάδες άλλες σημαντικές υποθέσεις εκκαθαρίζονται δικαστικά, με πενιχρά ­ σε σχέση με τη σημασία τους και τις προσδοκίες ­ αποτελέσματα. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα που και ο Πρωθυπουργός (εκφράζοντας το κοινό περί δικαίου αίσθημα) ζήτησε να μάθει, μέσω του υπουργού Δικαιοσύνης, από τις δικαστικές αρχές τι γίνεται με τις δικογραφίες: για τον Οτσαλάν, τη Ricomex και την πτώση της gέφυρας στην Παιανία, το Φάλκον.


Αν προστεθούν σε όλα αυτά και οι ρυθμοί με τους οποίους οι δικαστικές αρχές κινούνται, τότε η εικόνα είναι πιο γκρίζα και πιο θολή. Η τροπολογία που τώρα έφερε η κυβέρνηση προς ψήφιση για δίκες εξπρές σε σημαντικές υποθέσεις (όπως αυτή του ναυαγίου) φαίνεται ότι δίνει μια κάποια λύση. Λύση χρονική που δεν αναιρεί την παραδοχή ότι η δικαιοσύνη δεν είναι σε θέση να τα «καθαρίζει» όλα.


Τι λένε οι ίδιοι οι δικαστικοί


Τα αίτια της δικαστικής αδυναμίας είναι πολλά. Και οι συνέπειές τους ποικίλες. Οι δικαστικοί, οι οποίοι ζουν τα πράγματα από μέσα, τα γνωρίζουν και τα λένε. Τις εγγενείς αδυναμίες της δικαιοσύνης στη χώρα μας να λειτουργεί όπως οι δικαστικές αρχές άλλων χωρών οι οποίες σε τέτοια θέματα τα καταφέρνουν ταχύτερα και καλύτερα τις περιγράφουν στη συνέχεια οι ίδιοι.


Ξεκινώντας όμως με το δεδομένο ότι η δικαιοσύνη δεν είναι παρά μια λειτουργία του κράτους (έτσι την ορίζει το Σύνταγμα) που του μοιάζει σε πολλά και σέρνει πολλά από τα κουσούρια του, ας αρχίσουμε την αιτιολόγηση του «γιατί η δικαιοσύνη δεν μπορεί και όταν ακόμη θέλει» από το πρόσφατο ναυάγιο της Πάρου.


Τι μπορεί ­ επισημαίνουν εισαγγελείς και δικαστές ­ να «κάνουν ένας εισαγγελέας και ένας εφέτης ανακριτής για μια υπόθεση που έχει 500 θύματα» (γιατί και οι επιζώντες θύματα του ναυαγίου είναι). Τι μπορούν να κάνουν, διερωτώνται, για να αποκαλύψουν τις ευθύνες όλων (της πλοιοκτήτριας εταιρείας, των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών κτλ.) όταν:


* δεν έχουν δικούς τους πραγματογνώμονες,


* δεν έχουν δικούς τους αστυνομικούς,


* δεν διαθέτουν δικά τους μέσα έρευνας,


* δεν διαθέτουν ούτε αξιοπρεπές γραφείο,


* δεν διαθέτουν γραμματειακή υποστήριξη.


Οταν ακόμη και οι καταθέσεις ­ τουλάχιστον 500 άτομα θα εξετασθούν ­ γράφονται με το χέρι!!


Και κάτι ακόμη: Με ποια ταχύτητα να «τρέξουν» οι έρευνες όταν οι δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες καλούνται να συνδράμουν τη δικαιοσύνη, συνεχίζουν να δουλεύουν με ρυθμούς Δημοσίου; Και να το παράδειγμα: Για τις καταρρεύσεις των κτιρίων η ανακρίτρια ακόμη περιμένει (γιατί δεν έχει άλλη δυνατότητα) το πόρισμα των αρμοδίων υπηρεσιών του ΥΠΕΧΩΔΕ… Για να μάθει και να αξιολογήσει ποιος φταίει για τα χάρτινα κτίρια.


Βεβαίως το ότι η δικαιοσύνη στη χώρα μας δεν έχει στη διάθεσή της εμπειρογνώμονες (γιατί οι δικαστές ξέρουν μόνον το δίκαιο και τίποτε άλλο) και δικαστική αστυνομία ­ έχουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και η Αλβανία(!) ­ δεν τίθεται ως αίτημα για πρώτη φορά.


Δεκάδες είναι τα έγγραφα των εισαγγελικών και των δικαστικών αρχών τα οποία εξηγούν γιατί αυτά είναι εκ των ων ουκ άνευ. Που λένε ότι ο εισαγγελέας δεν είναι μάντης (και μάλιστα Κάλχας) για να γνωρίζει δίχως τη συνδρομή ειδικών και μέσων τι πραγματικά συμβαίνει. Πώς θα ξέρει, π.χ., ο εισαγγελέας για να κινήσει τη διαδικασία της δίωξης τι γίνεται με τα καμένα; Οταν δεν διαθέτει ούτε αυτοκίνητο ούτε έναν βοηθό για να δει αν ξεφύτρωσαν αυθαίρετα εκεί που πριν από λίγο ήταν δάση;


Και ως να μην έφθαναν οι ελλείψεις στην υλικοτεχνική υποδομή (που είναι τραγικές) έρχεται η λειψή νομοθεσία να δώσει τη χαριστική βολή. Διότι όπως προσφυώς σημειώνει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Αθ. Ανδρεουλάκος: «Ο εισαγγελέας δεν φτιάχνει τους νόμους, να τους εφαρμόσει μόνον μπορεί».


Τι να κάνουν λοιπόν τα δικαστήρια όταν, για παράδειγμα, τα αδικήματα εκείνων που φταίνε για τα χάρτινα κτίρια έχουν παραγραφεί, όπως έγινε με τους σεισμούς του Αιγίου; ‘Η τι να κάνουν όταν η νομοθεσία δεν προβλέπει «ιδιώνυμο αδίκημα σε βαθμό κακουργήματος για τέτοιες περιπτώσεις όπως το ναυάγιο» επισημαίνει ο κ. Σωτήρης Μπάγιας, εισαγγελεύς Πρωτοδικών, για να συμπληρώσει: «Τι να κάνουν οι εισαγγελείς και οι δικαστές όταν οι ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται είναι πλημμεληματικού χαρακτήρα;».


Βεβαίως οι νομικές ατέλειες δεν εξαντλούνται μόνο στο πεδίο της ποινικής κύρωσης αυτών που θα αποδειχθούν δράστες. Ο εισαγγελέας, υπογραμμίζουν οι ίδιοι οι εισαγγελείς, «δεν διαθέτει από τη νομοθεσία δικονομικά όπλα. Δεν μπορεί να επισπεύσει τις έρευνες, όπως γίνεται στην Ευρώπη».


Αν σε όλα αυτά προστεθεί ότι όλοι οι δικαστές δεν κάνουν γι’ αυτό που κάνουν, ότι η επετηρίδα και η εξέλιξή τους δίχως άλλο ισοπεδώνει ικανούς και ανίκανους, ότι το νομοθετικό πλαίσιο δεν επιτρέπει έρευνες σε βάθος, ότι υπάρχουν και εκείνοι ­ έστω ελάχιστοι ­ στο δικαστικό σώμα οι οποίοι όταν αναλαμβάνουν έρευνες σημαντικές ελάχιστα μπορούν να προσφέρουν, τότε καταλαβαίνει κανείς γιατί και η δικαιοσύνη δεν είναι η πανάκεια της κάθαρσης. Γιατί δεν μπορεί, ακόμη και όταν θέλει (γιατί ορισμένες φορές δεν θέλει έστω και αν μπορεί! Γιατί αυτή, δυστυχώς, είναι η ελληνική δικαιοσύνη. Και αυτή είναι η Ελλάδα.

Scroll to Top