ΜΕ ΕΓΓΡΑΦΟ του, το οποίο φέρει τον χαρακτήρα «εμπιστευτικό», ο κορυφαίος παράγοντας της Δικαιοσύνης, πρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Στ. Ματθίας, προτείνει προς το υπουργείο Δικαιοσύνης αλλά και στις ολομέλειες των δικαστηρίων σειρά μέτρων (νομοθετικών και άλλων), με στόχο ταχύτερη, αποτελεσματικότερη και δικαιότερη δικαιοσύνη.
Μετά τις δηλώσεις του προέδρου του ΑΠ στο Πάντειο (σε εκδήλωση του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου), που προκάλεσαν αίσθηση αλλά και ποικίλα σχόλια («η Δικαιοσύνη, είπε ο κ. Ματθίας, είναι και δεν είναι ανεξάρτητη, είναι και δεν είναι αποτελεσματική και οι δίκες είναι και δεν είναι δίκαιες»), με έγγραφό του εισηγείται προς θεσμοθέτηση σειρά μέτρων, τα οποία, όπως αναφέρει, έχει επεξεργαστεί ο αντιπρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας κ. Γ. Βελλής.
Τα προτεινόμενα μέτρα, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, ενώ προκαλούν αντιφατικές κρίσεις στο δικαστικό σώμα. Πολλοί θεωρούν ότι κινούνται στη σωστή κατεύθυνση και θα διευκολύνουν τον δικαζόμενο πολίτη, ενώ άλλοι εκφράζουν φόβους ότι τυχόν αποδοχή τους θα καταργήσει στην πράξη τον θεσμό να κληρώνονται οι δικαστές για να εκδικάσουν μια υπόθεση. Επιφυλάξεις, σύμφωνα με πληροφορίες, εκφράζονται και από παράγοντες του υπουργείου Δικαιοσύνης, που θεωρούν τις προτάσεις του προέδρου του ΑΠ «ανεδαφικές και ανεφάρμοστες».
Η διαφορά απόψεων, που έχει καταστεί ορατή (και σε άλλες περιπτώσεις), ανάμεσα στον πρόεδρο του Αρείου Πάγου και στο υπουργείο της Δικαιοσύνης φαίνεται πως εκφράζεται και στη λήψη νομοθετικών μέτρων σχετικά με την αντιμετώπιση υπαρκτών προβλημάτων στη Θέμιδα.
Ας δούμε όμως τι προτείνεται και πώς αντιμετωπίζονται οι προτάσεις των κορυφαίων παραγόντων της δικαστικής αρχής. Οπως αναφέρεται στο έγγραφο του προέδρου του Αρείου Πάγου, θα πρέπει στα Πρωτοδικεία αλλά και στα Εφετεία της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά να ιδρυθούν ειδικά ποινικά τμήματα, όπου οι δικαστές που θα τα στελεχώνουν θα δικάζουν μόνο ποινικές υποθέσεις. Η ίδρυση ποινικών τμημάτων είχε επιχειρηθεί και επί υπουργίας Αννας Ψαρούδα – Μπενάκη προκαλώντας αντιδράσεις για κατάργηση του θεσμού της κληρώσεως, αλλά στην πράξη δεν «προχώρησε».
Η ίδρυση σήμερα ποινικών τμημάτων προτείνεται με στόχο την εξειδίκευση των δικαστών, οι οποίοι θα έχουν διετή θητεία, που θα μπορεί να παραταθεί ως και έξι χρόνια. Η επιλογή των δικαστών θα γίνεται με κριτήρια επιστημονικά και από αυτούς θα στελεχώνονται και τα ανακριτικά τμήματα. Για τη συγκρότηση των συνθέσεων, η κλήρωση θα γίνεται όχι από το σύνολο των δικαστών αλλά από εκείνους που υπηρετούν στο ποινικό τμήμα.
Επίσης, για να περιορισθούν οι χιλιάδες αναβολές στην εκδίκαση των υποθέσεων, προτείνεται να δικάζονται οι υποθέσεις από τους ίδιους δικαστές που πήραν την απόφαση για αναβολή της δίκης. Με μόνη εξαίρεση υποθέσεις που κινδυνεύουν με παραγραφή ή λήγουν τα 18μηνα προσωρινής κρατήσεως.
Ακόμη προτείνεται, όταν δεν υπάρχει δικηγόρος σε μια δίκη, για να μην αναβληθεί, να διορίζεται αυτεπαγγέλτως δικηγόρος από το δικαστήριο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, συνήγοροι να ορίζονται και σύμβουλοι του κράτους. Η πρόταση αυτή προκαλεί ήδη αντιδράσεις από τους δικηγορικούς συλλόγους, ενώ η ίδρυση ποινικών τμημάτων αντιμετωπίζεται στο δικαστικό σώμα, από άλλους με θετικό τρόπο και από άλλους με επιφυλάξεις. Με τροπολογία που κατέθεσε στη Βουλή ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Ευ. Γιαννόπουλος Αλλάζει ριζικά το σύστημα της επιθεώρησης των δικαστών
Η ΠΛΕΟΝ νευραλγική θέση για το δικαστικό σώμα είναι εκείνη του προϊσταμένου της Επιθεώρησης των δικαστών. Ως σήμερα την εξουσία ελέγχου είχε ένας: ο νεότερος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου. Με τροπολογία που κατέθεσε στη Βουλή ο υπουργός της Δικαιοσύνης αλλάζει ριζικά το σύστημα επιθεώρησης των δικαστών σε όλα τα δικαστήρια της χώρας. Στο εξής τριμελές συμβούλιο θα έχει την αρμοδιότητα να επιθεωρεί τους δικαστές, συμβούλιο που θα συγκροτείται από τους αρχαιότερους ανωτάτους δικαστικούς λειτουργούς μεταξύ εκείνων που θα επιλέγονται με κλήρωση.
Το νέο σύστημα, με το οποίο επιχειρείται εκδημοκρατισμός στη δικαιοσύνη, θα είναι το ίδιο και στα τρία ανώτατα δικαστήρια, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Αρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Οι επιφορτισμένοι με τον έλεγχο των συναδέλφων τους ανώτατοι δικαστές θα κληρώνονται από το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου και οι τρεις αρχαιότεροι θα συγκροτούν το συμβούλιο που θα προΐσταται της επιθεώρησης του δικαστικού σώματος. Ως σήμερα οι επιθεωρητές ορίζονταν με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.
Οι νέες ρυθμίσεις, οι οποίες εγκρίθηκαν από τη διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή της Βουλής, προκάλεσαν την αντίδραση του προέδρου του Αρείου Πάγου. Ο κ. Στ. Ματθίας, με επιστολή του προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, ζήτησε την απόσυρσή τους τονίζοντας ότι «κινούν υπόνοιες» για απομάκρυνση «ως ανεπιθυμήτου» του σημερινού προϊσταμένου της Επιθεώρησης, αντιπροέδρου κ. Γ. Βελλή.
Παράγοντες του υπουργείου απορρίπτουν τις ενστάσεις αυτές τονίζοντας ότι το σύστημα που καθιερώνεται θα ισχύει σε όλα τα ανώτατα δικαστήρια και ότι σε κάθε περίπτωση το συλλογικό όργανο είναι πιο αντικειμενικό από ένα μονοπρόσωπο. Η θητεία των επιθεωρητών θεσμοθετείται μονοετής και προβλέπονται αλλαγές στο πειθαρχικό δίκαιο των δικαστών.
Η επιχειρούμενη αλλαγή στο σύστημα επιθεώρησης των δικαστών κρίνεται ως σύμφωνη με το Σύνταγμα και στην πράξη σημαίνει ότι ο κ. Βελλής χάνει στο εξής την αρμοδιότητά του ως επιθεωρητού. Να σημειωθεί ότι για το ποιος θα έχει την αρμοδιότητα να επιθεωρεί τους δικαστές είχαν προκληθεί τριβές ανάμεσα στον Αρειο Πάγο και στο υπουργείο Δικαιοσύνης, επί προεδρίας του κ. Βασ. Κόκκινου. Τότε, με νομοθετική ρύθμιση, η αρμοδιότητα αφαιρέθηκε από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο (ήταν ο κ. Σωκράτης Σωκρατείδης) και ανατέθηκε στον νεότερο, που ήταν ο κ. Κων. Δαφέρμος. Η Ολομέλεια του ΑΠ τότε είχε κατά πλειοψηφία γνωμοδοτήσει υπέρ της αντισυνταγματικότητας της ρύθμισης.
Στη συνέχεια, όμως, είχε βρεθεί στην πράξη συμβιβαστική λύση. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο είχε ορίσει με απόφασή του ως επιθεωρητή τον νεότερο αντιπρόεδρο (διαδέχθηκε τον κ. Δαφέρμο), τον κ. Μάκη Ασημιάδη. Ετσι, και ο νόμος εφαρμόστηκε και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο είχε αποφασίσει για το ίδιο πρόσωπο. Το ίδιο είχε γίνει και με τον κ. Βελλή. Στο εξής, όμως, ο επιθεωρητής δεν θα είναι ένας. Θα είναι τρεις.