Οι βαρύσουσας σημασίας αποφάσεις που εξέδωσε τις τελευταίες ημέρες το Συμβούλιο της Επικρατείας, αφορούν σε θέματα που άπτονται του ενδιαφέροντος εκατομμυρίων πολιτών, είτε πρόκειται για τον ασφαλιστικό νόμο και τις συντάξεις, είτε για τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων που αποτελούν τη βάση για την καταβολή φόρων εκ μέρους των πολιτών.
Οι αποφάσεις αυτές με τις οποίες ακυρώθηκαν -πετάχθηκαν δηλαδή στο καλάθι των αχρήστων- νόμοι και υπουργικές αποφάσεις, προκαλούν ανατροπές, και ανοίγουν το δρόμο για ψήφιση νέων διατάξεων, νέων νόμων, προκειμένου να διορθωθούν, όσα κρίθηκαν αντισυνταγματικά και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εφαρμοστούν.
Το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, το Συμβούλιο της Επικρατείας, είναι εκείνο που έχει από το σύνταγμά μας την αρμοδιςότητα -και τη μεγάλη θεσμική ευθύνη- να κρίνει αν οι νόμοι είναι σύμφωνοι με τη συνταγματική μας τάξη και αν εφαρμόζουν για τους πολίτες τις βασικές συνταγματικές αρχές, όπως η ισότητα, αναλογικότητα και άλλες.
Στις περιπτώσεις του λεγόμενου νόμου Κατρούγκαλου, το δικαστήριο κατεδάφισε ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος αυτού του νόμου -πλην του βασικού πυλώνα του ΕΦΚΑ- κρίνοντας πως χιλιάδες πολίτες είχαν αδικηθεί από τις διατάξεις του.
Το ίδιο έγινε σε μικρότερη κλίμακα και με τις αντικειμενικές αξίες που ακυρώθηκαν.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, οι ανώτατοι δικαστικοί που αφιέρωσαν χρόνο και ευθύνη για μήνες, μελετώντας διατάξεις και νόμους, συγκρίνοντας τί ισχύει αλλού και τί είναι το καλύτερο για τους δικαζόμενους, ανέδειξαν – για μία ακόμη φορά- μία από τις μεγαλύτερες παθογένειες που κρατά τη χώρα χαμηλά, ταλαιπωρεί πολίτες, κρατικές υπηρεςίες και “δολοφονεί” προσπάθειες, καινοτομίες και την πρόοδο σε πολλούς τομείς.
Ποιά είναι η παθογένεια; Aυτό που λένε οι αποφάσεις και για τον νόμο Κατρούγκαλο και για τις αντικειμενικές. Ο,τι δηλαδή πολλοί νόμοι, ακόμα και της σημαςίας ενός ασφαλιστικού που αφορά εκατομμύρια πολίτες, ψηφίζονται στο πόδι.
Χωρίς μελέτες, χωρίς ουσιαστική στήριξη σε επιστημονικά και σύγχρονα δεδομένα, χωρίς θεμελίωση στην πραγματικότητα και βεβαίως χωρίς να διαθέτουν την αναγκαία στάθμιση των συνταγματικών αρχών.
Ψηφίζονται δηλαδή στη λογική “ψηφίζονται τώρα και τί θα γίνει αύριο βλέπουμε”.
Η προχειρότητα στο νομοθετείν, και μάλιστα σε μείζονος σημασίας θέματα που αφορούν τις τύχες εκατομμυρίων πολιτών, την τσέπη τους, τις επόμενες γενιές, την οικονομία και άλλα, τα τελευταία χρόνια έχει λάβει διαστάσεις θεσμικής επιδημίας.
Νόμοι ψηφίζονται για να ψηφιστούν, με το επίπεδο της νομοθετικής παραγωγής να είναι τις περισσότερες φορές για κλάματα, ανοίγοντας τον φαύλο κύκλο, που ξεκινά με το τρίπτυχο. Κακονομία, πολυνομία, ανομία.
Ευτυχώς, ότι στις περιπτώσεις του λεγόμενου νόμου Κατρούγκαλου αλλά και για τις αντικειμενικές βρέθηκαν – διότι υπάρχουν ακόμα πολλοί- ανώτατοι δικαστές που είχαν το θάρρος, τη γνώση, την εμπειρία, την επάρκεια και την ανεξάρτητη κρίση να διορθώσουν τα αντισυνταγματικά και να δώσουν την ευκαιρία στην παρούσα κυβέρνηση να κάνει νέο νόμο. Η πρόεδρος και στις δύο υποθέσεις, αντιπρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου Μαίρη Σάρπ που σφράγισε τις αποφάσεις αυτές, θεωρείται από τις καλύτερες δικαστικούς που έχουμε. Μπορεί όμως οι πολίτες να εύχονται να τύχει στην περίπτωση τους μία Σαρπ για να μην αδικούνται;
Η αναβάθμιση της Βουλής και της νομοθετικής λειτουργίας μοιάζουν, έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα, άμεση προτεραιότητα. Διότι καμμία χώρα δεν πάει μπροστά και κανείς δεν επενδύει, όταν οι νόμοι είναι του ποδαριού και η Βουλή ψηφίζει, ό,τι νάναι…