Με μία ακόμη απόφασή της, η Δικαιοσύνη απέρριψε αιτήσεις πρώην βουλευτών οι οποίοι ζητούσαν να αναπροσαρμοστεί η βουλευτική αποζημίωσή τους στο ύψος των αποδοχών των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας (μαζί με τα επιδόματά τους).
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι οι αιτούντες πρώην βουλευτές δεν δικαιούνται αναδρομική αύξηση της βουλευτικής τους αποζημίωσης στο ύψος των αποδοχών των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 20.2.2008 έως 30.9.2009, υιοθετώντας το σκεπτικό μιας σειράς προηγούμενων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που υπήρξαν επίσης απορριπτικές.
Η συγκεκριμένη υπόθεση αρχικά κρίθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, που έκανε δεκτή την αγωγή πρώην βουλευτή, επιδικάζοντάς του το ποσό των 74.910 ευρώ ως διαφορά από τη βουλευτική αποζημίωση, αλλά και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Στη συνέχεια το Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη. Ακολούθως, το Δημόσιο προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικράτειας.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος η αποχωρήσασα επίτιμη πλέον ήδη Μαίρη Σαρπ και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Κωνσταντίνα Φιλοπούλου) έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του Δημοσίου και απέρριψε την αίτηση του πρώην βουλευτή να αυξηθούν οι βουλευτικές αποζημιώσεις στο ύψος των αποδοχών του προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η απόφαση του ΣτΕ επικαλείται μάλιστα την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής από το 2009 για τη μη διεκδίκηση βουλευτικών αυξήσεων η οποία έκτοτε ισχύει.