Πριν από περίπου τέσσερα χρόνια στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Ζακύνθου ολοκληρωνόταν η δίκη ενός νέου άνδρα, 33 χρόνων τότε, που καταδικάστηκε για βιασμό μιας 14χρονης ανήλικης. Δικαστές και ένορκοι του επέβαλαν ποινή κάθειρξης εννέα χρόνων και στη συνέχεια δέχθηκαν το αίτημά του να μείνει εκτός φυλακής, έως ότου δικαστεί στο Εφετείο, επιβάλλοντάς του περιοριστικούς όρους. Ο άνθρωπος αυτός επικαλέστηκε τότε ότι είναι πατέρας τεσσάρων μικρών παιδιών και ότι δεν θα μπορούσε η οικογένειά του να τα φέρει βόλτα αν εκείνος ήταν στη φυλακή.
Η συνέχεια, τραγική και οδυνηρή, γράφτηκε προχθές, όταν ο άνθρωπος αυτός, 37χρονος πλέον, δολοφόνησε με στυγερό τρόπο ένα 11χρονο κοριτσάκι, το οποίο αποπειράθηκε να βιάσει και εκείνο αντιστάθηκε. Η ανήλικη ήταν συγγενής του δράστη, ανήκε στο οικογενειακό του περιβάλλον, όλοι άλλωστε ανήκαν στην κοινότητα των Ρομά της περιοχής του Πύργου Ηλείας.
Μετά το στυγερό έγκλημα, όταν έγιναν γνωστά τα στοιχεία του δολοφόνου –διότι ομολόγησε το αποτρόπαιο έγκλημά του– διατυπώθηκαν, όπως ήταν φυσικό, σωρεία ερωτημάτων. Γιατί ο άνθρωπος αυτός, ενώ είχε καταδίκη εννέα χρόνων ήταν έξω; H Δικαιοσύνη σε υψηλότατο επίπεδο κινήθηκε άμεσα. Πρόεδρος και εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διέταξαν αμέσως έρευνα και πειθαρχικό έλεγχο για τους δικαστές, τρεις γυναίκες –γυναίκα και η εισαγγελέας– που εξέδωσαν αυτή την απόφαση και έδωσαν αναστολή στον καταδικασθέντα, επιβάλλοντας περιοριστικούς όρους. Ο έλεγχος διατάχθηκε ήδη από χθες το πρωί και σύντομα θα ολοκληρωθεί από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Ομως, το γεγονός ότι η αναστολή στην έκτιση της ποινής οδήγησε σε ένα στυγερό έγκλημα, δεν μπορεί να διορθωθεί.
Δικάστηκε πρωτοδίκως το 2020, ενώ η δίκη του σε δεύτερο βαθμό, έπειτα από αρκετές αναβολές, είχε προσδιοριστεί για το 2025.
Αλλά ας δούμε γιατί η δίκη αυτού του ανθρώπου δεν έγινε τέσσερα χρόνια μετά την καταδίκη του και τη χορήγηση της αναστολής. Δηλαδή γιατί ήταν ακόμη έξω. Τα γεγονότα, όπως προκύπτουν από τον δικαστικό φάκελο τον οποίο αμέσως ζήτησε η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα, έχουν ως εξής. Η δίκη και η καταδίκη του έγινε το 2020. Δύο χρόνια αργότερα προσδιορίστηκε να δικαστεί στο Εφετείο της Πάτρας, εκεί όπου υπάγονται τα δικαστήρια και της Ζακύνθου, σε δεύτερο βαθμό. Ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε όμως χωρίς δικηγόρο, κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά, ειδικά για την κοινωνική ομάδα στην οποία ο ίδιος ανήκει, αλλά και γενικότερα σε τέτοια εγκλήματα. Το δικαστήριο, ως ορίζει ο νόμος, φρόντισε να βρει δικηγόρο από τους καταλόγους του Δικηγορικού Συλλόγου, ανέβαλε τη δίκη και η νέα δικάσιμος ήταν στα μέσα του Φεβρουαρίου 2024.
Η δίκη όμως δεν έγινε και πάλι. Αυτή τη φορά διότι συνέπεσε με δικηγορική αποχή και όλες οι υποθέσεις δεν δικάστηκαν. Μετά ταύτα είχε προσδιοριστεί για το 2025, αλλά στο μεταξύ μεσολάβησε το φονικό της 11χρονης και το ποινικό μητρώο του δράστη εμπλουτίστηκε για τα καλά με την αποτρόπαιη δολοφονία ενός παιδιού. Σημειωτέον ότι ο δράστης του φονικού της 11χρονης, εκτός από τον βιασμό και την καταδίκη των εννέα χρόνων, είχε προηγουμένως και άλλα ποινικά, όπως σωματικές βλάβες και λοιπά αδικήματα για τα οποία δεν είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης και τα οποία δεν ελήφθησαν υπόψη –ούτε κι αυτά– για την αναστολή της ποινής του.
Τι προκύπτει από τη θλιβερή και σοκαριστική αυτή ιστορία; Οτι πλέον πληθαίνουν τα κρούσματα δικαστικών αποφάσεων και δικαστικών κρίσεων που βασίζονται σε τυπική διεκπεραίωση του νόμου, σε τυπική εφαρμογή του –εν προκειμένω, ο νόμος που ίσχυε τότε επέτρεπε την αναστολή– και οι δικαστές δεν διεκπεραιώνουν την κάθε υπόθεση με ευθύνη. Κοινώς, αντιμετωπίζονται υποθέσεις με τη νοοτροπία του δημοσίου υπαλλήλου: άντε να τελειώνουμε. Ο,τι πιο διαλυτικό για ένα κράτος δικαίου.