Διετής αγώνας δρόμου για το Μάτι – Στο παρά πέντε της παραγραφής

Με τον κίνδυνο της παραγραφής κάθε ευθύνης για την τραγωδία στο Μάτι να είναι υπαρκτός και άμεσος, η Δικαιοσύνη, έστω και τώρα, επιχειρεί να «τρέξει» τις δικαστικές διαδικασίες. Η Εισαγγελία Εφετών της Αθήνας μετά την έφεση που ασκήθηκε για την απόφαση του πρώτου βαθμού, που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στους συγγενείς των θυμάτων και τους δεκάδες εγκαυματίες, αλλά και σφοδρές επικρίσεις, προχώρησε στον άμεσο –μέσα στο καλοκαίρι– προσδιορισμό της δίκης, που θα γίνει πλέον σε δεύτερο βαθμό, από το Εφετείο. Η δίκη προσδιορίστηκε από την προϊσταμένη της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, Καλλιόπη Βαρδάκη, να ξεκινήσει στις 8 Ιουλίου. H παραγραφή επέρχεται για όλους τους δικαζομένους τον Ιούλιο του 2026 και έως τότε η Δικαιοσύνη οφείλει, όχι μόνον να έχει ολοκληρώσει τη δίκη σε δεύτερο βαθμό (Εφετείο), αλλά επιπλέον η όποια απόφαση να έχει καταστεί αμετάκλητη, δηλαδή να έχουν ολοκληρωθεί και οι σχετικές διαδικασίες από τον Αρειο Πάγο.

Αν σκεφθεί κανείς πως η δίκη σε πρώτο βαθμό, παρά τις συντονισμένες προσπάθειες του δικαστηρίου, κράτησε 19 μήνες, είναι δύσκολο να υπάρξει εκτίμηση για αποφυγή της παραγραφής, με το δεδομένο ότι η απόφαση του πρώτου βαθμού ουσιαστικά εξαφανίστηκε δικαστικά, καθώς ασκήθηκε έφεση από την Εισαγγελία Εφετών της Αθήνας για όλα τα σημεία της απόφασης: και για τις καταδίκες –μόνον έξι από τους 21 συνολικά κατηγορουμένους– και για τις ποινές, που ήταν πέντε χρόνια για τα υψηλόβαθμα κρατικά στελέχη και τρία χρόνια για τον ηλικιωμένο που έβαλε τη φωτιά, αλλά και για τα ελαφρυντικά και, τέλος, για τη μετατροπή των ποινών σε χρήμα, που ήταν και το «κερασάκι» της οργής κατά της απόφασης αυτής. Να θυμίσουμε εδώ ότι το δικαστήριο του πρώτου βαθμού καταδίκασε μόνον πέντε υψηλόβαθμα στελέχη της Πυροσβεστικής και του Συντονιστικού σε ποινές φυλάκισης πέντε χρόνων για 102 ανθρωποκτονίες από αμέλεια και 32 σωματικές βλάβες από αμέλεια, ενώ σε ποινή τριών ετών καταδίκασε τον ηλικιωμένο που έκανε την εγκληματική πράξη βάζοντας τη φωτιά. Από τους 21 συνολικά κατηγορουμένους που έφθασαν στο εδώλιο μόνον 6 κρίθηκαν ένοχοι, ενώ στη συνέχεια το δικαστήριο προχώρησε σε μετατροπή της ποινής τους σε χρήμα, προς 10 ευρώ την ημέρα.

Μια δίκη ουσιαστικά από την αρχή με 20 κατηγορουμένους –πλην του ηλικιωμένου που έβαλε τη φωτιά, που δεν θα δικαστεί πάλι διότι δεν επιτρέπει ο νόμος έφεση στην περίπτωσή του– είναι βέβαιο πως θα κρατήσει καιρό, όσο κι αν προσπαθήσουν οι δικαστές και όσο κι αν η δίκη γίνεται πολλές φορές την εβδομάδα. Και τούτο διότι οι συγγενείς των θυμάτων που πρόκειται να εξεταστούν, όπως έγινε στη δίκη του πρώτου βαθμού, είναι πάρα πολλοί, όπως και οι εγκαυματίες, ενώ πολυήμερη αναμένεται να είναι και η κατάθεση του ειδικού πραγματογνώμονα της Πυροσβεστικής, Δημήτρη Λιότσου. Οι προσπάθειες της Δικαιοσύνης και των αρμοδίων στο «παρά πέντε», ώστε να δικαστούν οι υπεύθυνοι και να δικαιωθούν οι συγγενείς των θυμάτων, εμφανίζονται πλέον ως προσπάθειες του Σισύφου. Επέλευση της παραγραφής σε μία τέτοια τραγωδία θα σημάνει κόλαφο για το δικαστικό μας σύστημα και για το κράτος δικαίου.

Δικαίωση του κ. Λιότσιου για τις απειλές

Ποινή φυλάκισης 2 ετών και έξι μηνών με αναστολή επιβλήθηκε στον πρώην αρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος, Bασίλη Ματθαιόπουλο, για τις κατηγορίες της απόπειρας παράνομης βίας και της παράβασης καθήκοντος, μετά τις καταγγελίες του πραγματογνώμονα Δημήτρη Λιότσιου για τις πιέσεις και τις απειλές που δέχθηκε για την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι. Μόλις ανακοινώθηκε η ποινή, συγγενείς θυμάτων χειροκρότησαν. Ο Βασίλης Ματθαιόπουλος, που θα δικαστεί εκ νέου στο Εφετείο για την τραγωδία στο Μάτι (ήταν τότε υπαρχηγός της Πυροσβεστικής και μετά έγινε αρχηγός) δεν εμφανίστηκε στη δίκη. Με δήλωσή του, η οποία προσκομίστηκε από τον δικηγόρο του, Διαμαντή Μπασαρά, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Επιθυμώ να δηλώσω ότι αποδέχομαι την κατηγορία για απόπειρα παράνομης βίας και εκφράζω την ειλικρινή συγγνώμη μου για την ανωτέρω πράξη προς τον Δ. Λιότσιο και ενώπιον του δικαστηρίου».

H δίκη άρχισε με την κατάθεση του πραγματογνώμονα κ. Λιότσιου ο οποίος μεταξύ άλλων υποστήριξε ότι μετά τα πρώτα ερωτήματα που έθεσε, όταν ορίστηκε πραγματογνώμονας, συνάντησε αντιδράσεις. «Οι αντιδράσεις», είπε ο μάρτυρας, «ήταν από τον Ματθαιόπουλο. Μου έλεγε “τι ζητάς, θα μπλέξεις, πρόσεχε μην πάθεις κανένα κακό” και άλλα», τόνισε και συμπλήρωσε ότι στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια συνάντησης που είχε τον Ιούλιο του 2018 με τον Ματθαιόπουλο, του ζητήθηκε –μεταξύ άλλων– να μη συντάξει την πραγματογνωμοσύνη σύμφωνα με πραγματικά γεγονότα, να αποδώσει ό,τι έγινε στην άναρχη δόμηση και να αναφέρει πως υπήρχε άφθονος χρόνος για την έγκαιρη απομάκρυνση των πολιτών. «Συνέχισα την έρευνά μου. Οποτε πήγαινα, είτε με χειρονομίες είτε με λόγια συνεχώς υπήρχε ψυχολογική πίεση: “Πρόσεξε τι θα γράψεις, θα πάθεις κακό, θα σε στείλουμε στη Σάμο ή στην Κω”». Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του προέδρου, ο μάρτυρας είπε πως δεν δέχθηκε «μόνο μπούλινγκ, αλλά ευθέως απειλή».

Ο μάρτυρας περιέγραψε πως και η τότε γενική γραμματέας Δημόσιας Διοίκησης, Μαρία Παπασπύρου, δήλωνε δημόσια όσα έλεγε ο Ματθαιόπουλος, ότι δηλαδή δεν είχε δικαίωμα να κρίνει ανωτέρους. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσαν ακόμη δύο μάρτυρες, αξιωματικοί της Πυροσβεστικής, στους οποίους ο πραγματογνώμονας είχε εκμυστηρευθεί τι του συνέβη, καθώς και η δημοσιογράφος της «Κ» Μαριάννα Κακαουνάκη, που αποκάλυψε τη συνομιλία ανάμεσα σε παθόντα και κατηγορούμενο.

Scroll to Top