Υπόθεση C-167/97
Κοινωνική πολιτική. Ανδρες και γυναίκες εργαζόμενοι. Ισότητα αμοιβών. Ιση μεταχείριση. Αποζημίωση για καταχρηστική απόλυση. Εννοια της αμοιβής. Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης.
ΟΤΑΝ η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου καταπιάνεται με ένα θέμα τόσο σημαντικό, που αφορά εκατομμύρια εργαζομένους στην Ευρώπη, η απόφασή της συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που μας ενδιαφέρουν και ασκούν επιρροή στη ζωή μας. Πέντε προδικαστικά ερωτήματα, που υποβλήθηκαν αυτή τη φορά από το House of Lords, έδωσαν το έναυσμα στους ευρωδικαστές για να καθορίσουν με ακρίβεια το πλαίσιο των αμοιβών μας. Να κρίνουν δηλαδή τι είναι αμοιβή και τι δεν είναι.
Λόγω της σοβαρότητας του θέματος η Ολομέλεια ανέλαβε να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που τέθηκαν και να ξεκαθαρίσει το τοπίο σε πανευρωπαϊκή κλίμακα σχετικά με το τι θεωρείται αμοιβή, καθώς για το θέμα αυτό ερίζουν οι εθνικές νομοθεσίες πολλών κρατών-μελών και τα δικαστήριά τους προσπαθούν να βρουν μια άκρη.
Ολα ξεκίνησαν από την Αγγλία, όπου ισχύει ένας νόμος που προβλέπει πότε ο εργοδότης επιτρέπεται και πότε όχι να απολύει τους εργαζομένους και τι υποχρεώσεις έχει προς αυτούς κάθε φορά. Δύο εργαζόμενες που δεν είχαν καλά-καλά συμπληρώσει δύο χρόνια στη δουλειά απολύθηκαν και ζήτησαν δικαστικά να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η απόλυσή τους και να εισπράξουν τη σχετική αποζημίωση.
Σε εκείνο όμως που προσέκρουσε η βρετανική δικαιοσύνη ήταν τούτο: είναι αμοιβή η αποζημίωση που δίδεται στους εργαζομένους που απολύονται, για να εφαρμοστεί και στις απολύσεις η κοινοτική νομοθεσία που επιβάλλει ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών; Με άλλα λόγια, ισχύει η θεμελιώδης διάταξη της Συνθήκης (άρθρο 119) που επιβάλλει την εφαρμογή της ισότητας στις αμοιβές και, εν τέλει, τι είναι αμοιβή και τι δεν είναι;
Τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο ευρωδικαστήριο ακριβώς σε αυτό στόχευαν. Στο να δοθούν απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα και να λυθεί το θέμα. Και πράγματι. Οι ευρωδικαστές έκριναν ότι αμοιβή είναι σχεδόν τα πάντα. Ο,τι πληρώνει ο εργοδότης και εισπράττει ο εργαζόμενος. Ακόμη και η αποζημίωση που δίδεται για την απόλυσή του. Και τούτο διότι, όπως έκρινε το δικαστήριο, η Συνθήκη, με τη διάταξή της που προαναφέραμε, στην έννοια της αμοιβής περιλαμβάνει όλα τα οφέλη σε χρήμα ή σε είδος, τωρινά ή μελλοντικά, αρκεί να καταβάλλονται, έστω και εμμέσως, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο.
Αλλωστε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του, περιλαμβάνει στην έννοια της αμοιβής όλα τα ωφελήματα, σε χρήμα και σε είδος, που εισπράττει ο εργαζόμενος από την εργασιακή σχέση του, καθώς και ορισμένες παροχές που καταβάλλονται μετά τη λήξη της σχέσεως εργασίας, διότι «και οι παροχές αυτές δεν αποκλείεται να έχουν τον χαρακτήρα της αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης», όπως τονίζεται μεταξύ άλλων στο διατακτικό της απόφασης.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την αποζημίωση που καταβάλλεται σε περιπτώσεις απολύσεων, θεωρείται αμοιβή καθώς, όπως επισημαίνεται στην απόφαση, «παραπέμπει άμεσα στην αμοιβή που θα οφειλόταν στον εργαζόμενο σε περίπτωση μη απολύσεώς του και επιπλέον καλύπτει και τη ζημιά που υπέστη ο εργαζόμενος λόγω της απολύσεώς του».
«Η επιδικαζόμενη», αναφέρεται επί λέξει στο «διά ταύτα» της απόφασης, «αποζημίωση συνιστά αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ». Και ο γενικός εισαγγελέας κ. Γ. Κοσμάς, ο οποίος ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της Ολομελείας, που πραγματοποιήθηκε στις 14 Ιουλίου 1998, ετάχθη υπέρ των απόψεων που υιοθετήθηκαν από τους δικαστές στην απόφασή τους, η οποία εκδόθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1999.