Καμία διάκριση στις παροχές

Υπόθεση C- 85/96 Προδικαστική. Αρθρα 8, 48, 51 της συνθήκης ΕΚ. Εννοια εργαζομένου. Εννοια οικογενειακής παροχής, έννοια του «κοινωνικού πλεονεκτήματος». Απαίτηση κατοχής άδειας ή τίτλου διαμονής. Ολομέλεια.


Η Ευρώπη χωρίς σύνορα, που αποτελούσε ­ και αποτελεί ­ το ζητούμενο της ενοποίησης, είναι σε πολλούς τομείς μια πραγματικότητα. Αποτελεί την καθημερινότητα για εκατομμύρια ευρωπαίους πολίτες, οι οποίοι διακινούνται από τη μια χώρα στην άλλη, εργάζονται, αποκτούν παιδιά, μεταβάλλουν κατοικία και διαμονή και θεμελιώνουν δικαιώματα έξω από τα σύνορα της πατρίδας τους.


Εκείνο που εκαλείτο να κρίνει το ΔΕΚ ήταν ένα: ο πολίτης που δεν έχει την ιθαγένεια της χώρας στην οποία μένει και εργάζεται αποκτά τα ίδια δικαιώματα με τον υπήκοο της χώρας αυτής ή μήπως, σε ορισμένες περιπτώσεις, οφείλει να έχει κάποιες πρόσθετες προϋποθέσεις; Δηλαδή ο Ελληνας που ζει και εργάζεται στη Γερμανία ή ο Γερμανός που ζει και εργάζεται στην Ελλάδα έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους Γερμανούς και τους Ελληνες αντιστοίχως σε όλους τους τομείς;


Υπερισχύει η ιδιότητα του πολίτη της Ενωσης ή μήπως εκείνη του Γερμανού ή του Ελληνα αντιστοίχως;


Τα ερωτήματα αυτά σε πρακτικό επίπεδο έχουν τεράστια σημασία για εκατομμύρια πολίτες οι οποίοι διάλεξαν ως τόπο κατοικίας ή διαμονής τους μια άλλη χώρα από εκείνη από την οποία κατάγονται, πάντα βέβαια μέσα στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και τούτο διότι από τις απαντήσεις που θα δοθούν σε αυτά τα ερωτήματα θεμελιώνουν (ή όχι) δικαιώματα, οικονομικές παροχές, ασφαλιστικές και ιατροφαρμακευτικές καλύψεις, καθώς και πολλές άλλες προϋποθέσεις, που διευκολύνουν τη ζωή τους και τους κάνουν να είναι, αλλά και να αισθάνονται, πολίτες με ίσες ευκαιρίες.


Η αφορμή λοιπόν για να ασχοληθεί το ΔΕΚ με το ενδιαφέρον ζήτημα των δικαιωμάτων των πολιτών στο πλαίσιο της ελεύθερης διακίνησής τους στάθηκε η υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων από τη γερμανική δικαιοσύνη, η οποία ασφαλώς αντιμετώπιζε σχετική υπόθεση. Η υπόθεση που είχε φθάσει στα δικαστήρια της Γερμανίας σχετιζόταν με την καταβολή ή μη ενός επιδόματος το οποίο αναγνωρίζει για τους γερμανούς πολίτες ο νόμος για την ανατροφή των παιδιών. Για να λάβει κανείς το επίδομα αυτό, πρέπει να εργάζεται και να κατοικεί στη Γερμανία, να είναι γονιός ανήλικου παιδιού, το οποίο συντηρεί, και επιπλέον να μην έχει πλήρη απασχόληση.


Μια Ισπανίδα η οποία κατοικούσε και δούλευε στη Γερμανία ζήτησε να της δοθεί για το ανήλικο παιδί της το επίδομα ανατροφής, προσκομίζοντας όσα δικαιολογητικά είχε. Η αρμόδια υπηρεσία όμως αρνήθηκε να της χορηγήσει το επίδομα και της ζήτησε άδεια διαμονής. Η Ισπανίδα προσέφυγε στα δικαστήρια, υποστηρίζοντας ότι έχει όλες τις προϋποθέσεις για να λάβει το επίδομα και η άρνηση της αρμόδιας υπηρεσίας να της το χορηγήσει συνιστά δυσμενή διάκριση εις βάρος της, που απαγορεύεται από τις διατάξεις της συνθήκης αλλά και τις ρυθμίσεις πολλών οδηγιών.


Το γερμανικό δικαστήριο, προτού να εκδώσει απόφαση και έχοντας συναίσθηση ότι χειρίζεται ένα θέμα ευρύτερης σημασίας, απέστειλε τα προδικαστικά ερωτήματα και ζήτησε από το ΔΕΚ να ερμηνευθούν οι σχετικές διατάξεις των οδηγιών αλλά και της συνθήκης προκειμένου να αποφανθεί ποια δικαιώματα έχει ο πολίτης ενός κράτους – μέλους που προέρχεται από άλλη χώρα της Ενωσης και πώς μπορεί να τα ενεργοποιήσει.


Οι ευρωδικαστές, πράγματι, στην απόφασή τους έκριναν ότι όλοι οι πολίτες της Ενωσης, όπου και αν ζουν και εργάζονται, έχουν τα ίδια δικαιώματα, όταν ασφαλώς βιώνουν τις ίδιες καταστάσεις, και οποιαδήποτε διαφορετική μεταχείρισή τους συνιστά διάκριση που απαγορεύεται από τη συνθήκη. « Ο πολίτης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως», αναφέρεται στην απόφαση, «που διαμένει νομίμως εντός του εδάφους του κράτους – μέλους της υποδοχής μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 6 της συνθήκης σε όλες τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου».


Οποιαδήποτε διαφορετική μεταχείριση δεν νοείται και είναι αντίθετη με διατάξεις της συνθήκης: «Το κοινοτικό δίκαιο», τονίζεται στο «διά ταύτα» της αποφάσεως, «απαγορεύει σε κράτος – μέλος να απαιτεί από τους υπηκόους των άλλων κρατών – μελών που διαμένουν νομίμως στο έδαφός του να προσκομίζουν, προκειμένου να τους χορηγηθεί επίδομα ανατροφής, νομότυπη άδεια διαμονής, την οποία εκδίδουν οι εθνικές διοικητικές αρχές, όταν για τους ημεδαπούς επιβάλλεται μόνον η προϋπόθεση να έχουν την κατοικία τους ή τη συνήθη διαμονή τους εντός του αυτού κράτους – μέλους».


Στο ίδιο μήκος κύματος με την απόφαση κινήθηκε και ο γενικός εισαγγελέας κ. Α. La Pergola, ο οποίος ανέπτυξε την εισήγησή του στη συνεδρίαση της Ολομέλειας, η οποία πραγματοποιήθηκε την 1η Ιουλίου 1997, ενώ η απόφαση εκδόθηκε στις 12 Μαΐου 1998.

Scroll to Top